Αν και το λέμφωμα συγκαταλέγεται στους αιματολογικούς καρκίνους που θεωρούνται διαχειρίσιμοι όταν διαγιγνώσκονται εγκαίρως. Ωστόσο, προς το παρόν εκεί που υπολείπεται η επιστημονική κοινότητα είναι στον καθορισμό του βέλτιστους θεραπευτικού σχήματος. Κι αυτό επειδή οι γιατροί εξαρτώνται από επεμβατικές ή όχι απολύτως ακριβείς ιατρικές διαδικασίες, όπως η ιστολογική βιοψία.
Το αιματολογικό τεστ που ανέπτυξαν όμως ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σικάγο και της Ιατρικής Σχολής Northwestern μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αν ο ασθενής με λέμφωμα θα υποτροπιάσει μετά τη θεραπεία και επίσης πόσο χρόνο θα επιβιώσει.
Αυτή η υγρής μορφής βιοψία μπορεί να καθορίσει σε μοριακό επίπεδο τι είδους είναι ο καρκινικός όγκος που έχει ο ασθενής, στοιχείο καθοριστικής σημασίας για το προσδόκιμο επιβίωσης και την ανταπόκριση στο όποιο θεραπευτικό σχήμα. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι με τον μη επεμβατικό αυτό τρόπο μπορούν να προβλέψουν με μεγάλη ασφάλεια την πορεία του λεμφώματος και να επιλέξουν θεραπευτικές τακτικές ακριβείας για τη διαχείριση των ασθενών.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε σχετικό άρθρο του Blood Advances, πριν από την παρούσα μελέτη οι ερευνητές είχαν καταφέρει να διαγνώσουν εγκαίρως και με περισσότερη ακρίβεια αν ασθενείς με διαβήτη είχαν επικίνδυνες αγγειακές επιπλοκές, όπως αθηροσκλήρωση, καρδιακή νόσο και νεφρική ανεπάρκεια.
Ο Δρ. Wei Zhang και οι συνεργάτες του είχαν καταφέρει να αναλύσουν το DNA περισσοτέρων από 3.000 ασθενών με τη βοήθεια υψηλού βαθμού ευαισθησίας βιοδείκτες και έτσι να εντοπίσουν ηπατικούς καρκίνους που κατά λάθος είχαν θεωρηθεί ως ακίνδυνα ευρήματα.
Τώρα ο Δρ. Zhang έχει εστιάσει στο λέμφωμα και άλλους μείζονες καρκίνους, όπως το πολλαπλούν μυέλωμα και ο καρκίνος του παχέος εντέρου, κάνοντας απευθείας σύγκριση μεταξύ ιστολογικής βιοψίας και αιματολογικού τεστ. Στόχος του είναι να μπορέσει να πραγματοποιήσει κλινική μελέτη και τελικά να καταστήσει το τεστ διαθέσιμο στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη.
«Το ιδανικό θα είναι στο άμεσο μέλλον ένας ασθενής να υποβάλλεται σε αιματολογική εξέταση και εμείς να καθορίζουμε με ακρίβεια και ασφάλεια για ποια μορφή καρκίνου πρόκειται, ποιες είναι οι πιθανότητες επιβίωσης και ποιο το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο», σημειώνει ο ερευνητής.