Ασφαλή είναι τελικά τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα όπως αποφαίνεται νέα μεγάλη ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry, την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου.
Η χρήση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αύξηση, παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να κατατάσσονται στην τρίτη θέση σε ότι αφορά στα συνταγογραφούμενα σκευάσματα και στην τέταρτη μεταξύ όλων των πωλούμενων φαρμάκων. Ενδεικτικό είναι ότι στις ΗΠΑ το 8-10% των πολιτών λαμβάνουν τουλάχιστον ένα αντικαταθλιπτικό.
Παρόλα αυτά, το προφίλ ασφαλείας των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο επιστημονική αντιπαράθεσης.
Στη μελέτη που πραγματοποίησαν πολλοί ερευνητές από διάφορα επιστημονικά ιδρύματα της Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ασίας τελικά διαπιστώνεται ότι τα αντικαταθλιπτικά είναι εν συνόλω ασφαλή. Οι ειδικοί αξιολόγησαν δεδομένα από 45 μετα-αναλύσεις και δεν εντόπισαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων υγείας που να σχετίζονται με την χρήση των αντικαταθλιπτικών.
«Εξ όσων γνωρίζουμε, είναι η πρώτη μελέτη που καταγράφει την ασφάλεια και τα ανεπιθύμητα συμβάντα που σχετίζονται με τη χρήση των αντικαταθλιπτικών σε τέτοια μεγάλη κλίμακα και μάλιστα με πραγματικά δεδομένα (real world data)», σχολιάζει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Δρ. Ελένη Δραγκιώτη, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Linköping της Σουηδίας.
«Η ανάλυσή μας αξιολόγησε δεδομένα από ένα μεγάλο αριθμό μελετών, οι οποίες περιλάμβαναν διάφορα αντικαταθλιπτικά, κυρίως μονοθεραπείες με SSRI (αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ίσως η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη κατηγορία), αλλά και άλλες κατηγορίες, όπως και συνδυασμούς φαρμάκων. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι το τελικό συμπέρασμα δεν επηρεάζεται από αυτό», υπογραμμίζει η Ελληνίδα ερευνήτρια μιλώντας στο ygeiamou.gr.
Η μελέτη
Η επιστημονική ομάδα προέβη σε συστηματική αξιολόγηση δεδομένων που αφορούσαν σε πάνω από 1.000 παρατηρητικές μελέτες που περιλαμβάνονταν σε 45 μετα-αναλύσεις, καλύπτοντας διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, υποκείμενες ψυχικές παθήσεις και πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες.
«Παρατηρήσαμε ότι όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες, που είχαν καταγραφεί στις μελέτες παρατήρησης με ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, μπορούν να αποδοθούν κυρίως στις υποκείμενες ψυχιατρικές παθήσεις για τις οποίες είχαν συνταγογραφηθεί τα αντικαταθλιπτικά, παρά στα ίδια τα φάρμακα και οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες είχαν αρκετές σχετικές προκαταλήψεις», εξηγεί ο Δρ. Marco Solmi, ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, επισκέπτης ερευνητής στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου και εις εκ των επικεφαλής της μελέτης.
Ενώ ο Δρ. Ευάγγελος Ευαγγέλου, επίκουρος καθηγητής Κλινικής και Μοριακής Επιδημιολογίας στον Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής και Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Λέκτορας στο Κολέγιο Imperial του Λονδίνου και συγγραφέας της μελέτης συμπληρώνει ότι «αν και αποδείξαμε ότι τα αντικαταθλιπτικά είναι γενικά και εν συνόλω ασφαλή, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πρέπει να γίνεται κλινική καταγραφή των ανεπιθύμητων ενεργειών κατά την αντικαταθλιπτική αγωγή και πως είναι περιορισμένα τα στοιχεία από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες για τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες. Επιπλέον, αναγνωρίζουμε ότι δεν είχαμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε αρκετά νεότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα λόγω περιορισμένων διαθέσιμων στοιχείων».
Η Δρ. Ελένη Δραγκιώτη αναφερόμενη στις κυριότερες παρενέργειες που έχουν καταγραφεί σε σχέση με τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, εξηγεί μιλώντας στο ygeiamou.gr ότι «η υπάρχουσα βιβλιογραφία παρέχει ενδείξεις ότι η χρήση των αντικαταθλιπτικών συνδέεται με μια πλειάδα ανεπιθύμητων ενεργειών. Αυτές ποικίλλουν από κοινές, λιγότερο σημαντικές όπως ξηροστομία, ναυτία, δυσκοιλιότητα, αϋπνία, άγχος, διαταραχές της λίμπιντο, αύξηση βάρους κ.α., καθώς και πιο σοβαρές όπως επιδείνωση της ψυχιατρικής πάθησης, αυτοκτονικότητα, αυτισμό, προωρότητα, διαταραχές της εμβρυικής ανάπτυξης, αιμορραγία, σεροτονινεργικό σύνδρομο».
Επεξηγώντας περαιτέρω την έννοια της ασφάλειας σε ότι αφορά τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, η Δρ. Δραγκιώτη σημειώνει ότι «η χρήση των αντικαταθλιπτικών μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής όχι με την έννοια της εξάλειψης των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών, οι οποίες φυσικά και εξακολουθούν να υφίστανται. Απλά δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι συγκεκριμένες ανεπιθύμητες εκβάσεις οφείλονται στο ίδιο το φάρμακο, παρά μάλλον στη υποκείμενη νόσο».
Η Ελληνίδα επίκουρη καθηγήτρια στο σουηδικό πανεπιστήμιο τονίζει δε ότι, η ασφάλεια δεν είναι το ίδιο με την αποτελεσματικότητα. Συνεπώς, «η δική μας μελέτη δεν ασχολήθηκε με την αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων ή την ανάλυση κόστους/οφέλους από τη χρήση της αντικαταθλιπτικής αγωγής, και δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα. Αντίθετα εστιάστηκε μόνο στο θέμα της ασφάλειας από δεδομένα επιδημιολογικών μελετών», ξεκαθαρίζει.
Ερωτώμενη δε για το πως πιστεύει ότι η σημαντική αυτή μετα-ανάλυση θα επηρεάσει τη συνταγογραφική πρακτική των κλινικών γιατρών αλλά και τους ασθενείς ως προς τη συμμόρφωση στη θεραπεία, η Δρ. Ελένη Δραγκιώτη απαντά ότι «γενικά τα αντικαταθλιπτικά είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται με συγκεκριμένη ένδειξη, και όπως όλα τα φάρμακα έχουν παρενέργειες, ακόμα και σημαντικές. Σημαντικό είναι η στενή συνεργασία ιατρού και ασθενούς και κάθε περίπτωση να αξιολογείται μεμονωμένα. Σχετικά με τη συνταγογραφική πρακτική δε νομίζω να μπορεί να επηρεαστεί από τη μελέτη μας, άλλωστε είναι ήδη αρκετά υψηλή. Όσον αφορά τη συμμόρφωση, η βιβλιογραφία δείχνει πως η συμμόρφωση είναι αυξημένη αν υπάρχει μια πεποίθηση ασφαλούς αγωγής. Πιθανόν να συμβεί το ίδιο και σε αυτή την περίπτωση».