Η τήρηση μια υγιεινής διατροφής συμβάλλει στην πρόληψη της εμφάνισης Χρόνιας Νεφρικής Νόσου (ΧΝΝ), σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα που προέκυψαν από την ανάλυση ήδη δημοσιευμένων μελετών και θα παρουσιαστούν στο προσεχές τεύχος του Clinical Journal of the American Society of Nephrology.

Έχει φανεί ότι οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες αναστέλλουν την πρόοδο και την επιδείνωση της ΧΝΝ, ωστόσο δεν ήταν μέχρι σήμερα ξεκάθαρο αν τέτοιες αλλαγές δύνανται να αποτρέψουν την εμφάνιση της νόσου.

Ο Δρ. Jaimon Kelly και συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο Bond της Αυστραλίας επιχείρησαν να μελετήσουν τη σχέση της διατροφής με τη ΧΝΝ, αναλύοντας σχετικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν φέτος τον Φεβρουάριο.

Οι μελετητές ανέλυσαν δεδομένα από 18 έρευνες με σύνολο 630.108 συμμετέχοντες οι οποίοι έγιναν αντικείμενο παρακολούθησης για 10,4 χρόνια. Ως «υγιής διατροφή» χαρακτηρίστηκε αυτή που περιλάμβανε την υψηλή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, δημητριακών, ξηρών καρπών, ψαριού, γαλακτοκομικών προϊόντων με χαμηλά λιπαρά και τη χαμηλή κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, αλατιού και ροφημάτων με γλυκαντικά.

Η τήρηση υγιεινής διατροφής συνδέθηκε με 30% μικρότερο κίνδυνο ΧΝΝ και 23% μειωμένο κίνδυνο λευκωματουρίας, η οποία συνιστά έναν πρώιμο δείκτη των προβλημάτων των νεφρών.

«Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν τα οφέλη της τήρησης μια ισορροπημένης διατροφής, όπως είναι η μεσογειακή ή η DASH, ιδιαίτερα για την πρόληψη χρόνιων ασθενειών, όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές ασθένειες, η γνωστική εξασθένιση, διάφορες μορφές καρκίνου, αλλά και της θνησιμότητας εν γένει ανεξαρτήτως αιτίου», δηλώνει ο Δρ. Kelly.

Ο ίδιος μάλιστα προσθέτει ότι τα ευρήματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την δημιουργία νέων προγραμμάτων πρόληψης της ΧΝΝ για τη μείωση του παγκόσμιου προβλήματος που επιφέρει η νόσος.

Οι ερευνητές τονίζουν την ανάγκη τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών με επαρκή διαστήματα παρακολούθησης για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης σχέση ανάμεσα στις διατροφικές συνήθειες και την ΧΝΝ.

Στο άρθρο που συνοδεύει τη συγκεκριμένη μελέτη, οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη οι μελλοντικές έρευνες να συμπεριλάβουν και παιδιά.