Ένας αστικός μύθος θέλει όσους «κόβουν» το τσιγάρο να καταφεύγουν στο φαγητό κάθε φορά που αισθάνονται την επιθυμία να καπνίσουν. Αλλά μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο έρχεται να αποδείξει ότι η αποχή από το κάπνισμα δεν επηρεάζει την επιθυμία για φαγητό.
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο στο Drug and Alcohol Dependence, η μελέτη αξιοποίησε οικονομικά στοιχεία για την δαπάνη χρημάτων για αφορά τσιγάρων, φαγητού και νερού, κατά την διάρκεια αποχής από το κάπνισμα.
«Διαπιστώσαμε ότι στο δείγμα της μελέτης η επιθυμία για τσιγάρα, τροφή και νερό δεν αλληλεπιδρούσαν σημαντικά», εξηγεί ο Stephen Tiffany, καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του αμερικανικού πανεπιστημίου συμπληρώνοντας ότι «τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η αποχή από το κάπνισμα δεν επηρεάζει την κατανάλωση τροφής και νερού».
Οι συμμετέχοντες δεν προσπαθούσαν να διακόψουν το κάπνισμα και τα ευρήματα δεν εξηγούν το πως η προσπάθεια διακοπής επηρεάζει την κινητοποίηση του οργανισμού να φάει ή πιει. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι τα φαγητά δεν γίνονται πιο ελκυστικά όταν ένας καπνιστές βρεθεί σε χώρο που απαγορεύεται στο κάπνισμα ή που δεν μπορεί για διάφορους λόγους να καπνίσει.
«Αν είναι στο αεροπλάνο και δεν μπορείς να καπνίσεις δεν συνεπάγεται ότι θα φας περισσότερο απ’ ότι συνήθως», υποστηρίζει ο Δρ. Tiffany, ειδικός σε θέματα εξαρτήσεων.
Ο ίδιος έχει εστιάσει κυρίως στην εξάρτηση από τη νικοτίνη και έχει προσπαθήσει να μελετήσει το θέμα σε εργαστηριακές συνθήκες. Η αναπαράσταση του αισθήματος της επιθυμίας για κάτι είναι εύκολο να γίνει σε εργαστηριακές συνθήκες. Οι συμμετέχοντες βρίσκονται ενώπιον οπτικοακουστικών ερεθισμάτων αλλά εφαρμόζεται η τεχνική «κοιτάτε αλλά μην αγγίζετε».
«Σε αυτές τις περιπτώσεις μελετάμε τη λεκτική συμπεριφορά και όχι την συνολική συμπεριφορά. Δεν εστιάζουμε στην επιλογή που κάνουν οι άνθρωποι», λέει.
Στην παρούσα μελέτη, οι 50 συμμετέχοντες, όλοι καπνιστές που απείχαν του καπνίσματος για 12 ώρες, είχαν χρήματα για να ξοδέψουν κάνοντας διάφορες επιλογές.
Οι εθελοντές έπρεπε να καθίσουν μπροστά σε έναν κουτί που είχε ένα πορτάκι. Εντός του κουτιού βρίσκονταν τρία από τα ακόλουθα αντικείμενα: η μάρκα τσιγάρων της προτίμησής τους, μια μπάρα σοκολάτας που επίσης είχαν δηλώσει προηγουμένως ότι τους άρεσε ή ένα ποτήρι νερό.
Οι ερευνητές έδωσαν στους συμμετέχοντες χρήματα που μπορούσαν να ξοδέψουν κατά την προτίμησή τους, περιλαμβανομένης και της επιλογής να μην δαπανήσουν κανένα ποσό.
«Εν αντιθέσει με άλλες έρευνες, οι εθελοντές ξόδευαν πραγματικά χρηματικά ποσά και αγόραζαν πραγματικά τρόφιμα και τσιγάρα, ενώ είχαν πραγματική και άμεση ευκαιρία να δοκιμάσουν πριν αγοράσουν», αναφέρεται στο άρθρο.
Κάθε άτομο έβλεπε το περιεχόμενο του κουτιού μετά το άκουσμα ενός ήχου. Και βαθμολογούσαν την επιθυμία για το αντικείμενο από το 1 έως το 7 και καθόριζαν πόσα από 9 δολάρια ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν για να δοκιμάσουν κάτι. Το ποσό που δαπάνησαν, από ένα 1 έως και 25 λεπτά του δολαρίου, καθόρισε και αν θα ξεκλείδωνε η πόρτα του κουτιού ή όχι. Όσα περισσότερα χρήματα έδιναν, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να ξεκλειδώσει η πόρτα.
Σε προηγούμενα ανάλογα πειράματα ο Δρ. Tiffany είχε παρατηρήσει ότι τα άτομα ξόδευαν περισσότερα χρήματα για τσιγάρα απ’ ότι για νερό, αλλά σε αυτή τη μελέτη είχε εστιάσει στο φαγητό.
«Παρατηρήσαμε ενδιαφέροντες συσχετισμούς μεταξύ τροφής και καπνίσματος, τσιγάρου και σωματικού βάρους. Οι καπνιστές συνολικά ζύγιζαν λιγότερο από τους μη καπνιστές και οι καπνιστές έτειναν να παίρνουν βάρος όταν διέκοπταν το κάπνισμα», λέει ο ερευνητής.
Αλλά, στη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης ότι οι μη απέχοντες από το κάπνισμα έτειναν να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν τσιγάρα. Και περισσότερα χρήματα για τροφή παρά για νερό. Οι απέχοντες από το κάπνισμα, ξόδευαν ακόμα περισσότερα χρήματα για τσιγάρα, αλλά όχι για τροφή ή νερό.
«Όταν κανείς απέχει από το κάπνισμα, η επιθυμία για τσιγάρο είναι μεγαλύτερη, αλλά δεν γίνονται υπερευαίσθητοι στα άλλα ερεθίσματα», καταλήγει ο Δρ. Tiffany.