Για ακόμα μία φορά, οι επιστήμονες επιβεβαιώνουν ότι οι ζωντανοί μικροοργανισμοί που ενισχύουν τα «καλά βακτήρια» στο έντερο μπορούν να συμβάλουν στην απώλεια βάρους.
Σε μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας, οι ερευνητές μελέτησαν μια ομάδα υπέρβαρων παιδιών στα οποία δόθηκαν συμπληρώματα προβιοτικών και ένα πρόγραμμα άσκησης και διατροφής.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά που έπαιρναν προβιοτικά έχασαν πολύ περισσότερο βάρος από εκείνα που δεν χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους συμπληρώματα διατροφής, γεγονός που υποδεικνύει ότι το εντερικό μικροβίωμα ενδεχομένως να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Νοσοκομείο Παίδων Fuzhou στην Κίνα και περιελάμβανε 54 παχύσαρκα παιδιά ηλικίας από έξι έως 14 ετών. Τα 30 παιδιά επιλέχθηκαν τυχαία και κατατάχθηκαν στην ομάδα που λάμβανε προβιοτικά χάπια, ενώ τα υπόλοιπα 23 ανήκαν στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο, με τη δοκιμή να διαρκεί συνολικά 12 εβδομάδες.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Rui-Min Chen ανέλυσαν διάφορους δείκτες του βάρους και της μεταβολικής υγείας των παιδιών, διαπιστώνοντας ότι αυτά που είχαν λάβει συμπληρώματα προβιοτικών έχασαν πολύ περισσότερο βάρος, με τους επιστήμονες, πάντως, να μην μπορούν να πουν με ακρίβεια πόσο.
Επιπλέον, τα παιδιά στην ομάδα των προβιοτικών είχαν καλύτερη μεταβολική υγεία, όπως μετρήθηκε από το επίπεδο των φλεγμονωδών πρωτεϊνών και της γλυκόζης στο αίμα. Σημειώνεται ότι αυτά τα ιατρικά δεδομένα θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτρέψουν την ανάπτυξη διαταραχών που σχετίζονται με την παχυσαρκία στα παιδιά στο μέλλον, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και οι καρδιακές παθήσεις.
«Χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά για να καταφέρουμε να επιβεβαιώσουμε αυτά τα ευρήματα, καθώς ο αριθμός των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν μικρός και περιορισμένος σε μία μόνο γεωγραφική περιοχή. Την ίδια στιγμή, άλλες μελέτες, με μικρότερη πάντως διάρκεια, δεν έχουν βρει παρόμοια οφέλη από τη θεραπεία με προβιοτικά σε παχύσαρκα παιδιά. Για το λόγο αυτό απαιτείται αρκετή περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, πριν οι όποιες ιατρικές συστάσεις γίνουν πραγματικότητα», αναφέρει καταληκτικά ο Δρ. Chen.