Τα λιποβαρή μωρά έχουν περισσότερες πιθανότητες πρώιμης εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σύμφωνα με νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Διαβήτη. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που δείχνει ότι τα βρέφη που γεννιούνται λιποβαρή είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε νεαρή ηλικία, ενώ έχουν και λιγότερο σοβαρή παχυσαρκία κατά τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη με υψηλότερες συγκεντρώσεις «καλής» χοληστερόλης (HDL).
«Η παρατηρητική μας μελέτη σε περισσότερες από 48.000 γεννήσεις είναι σημαντική καθώς φαίνεται για πρώτη φορά ότι ανεξάρτητα από άλλους κλινικούς παράγοντες όπως το φύλο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος και τα επίπεδα χοληστερόλης κατά τη διάγνωση, το χαμηλότερο του κανονικού βάρος κατά τη γέννηση σχετίζεται με αυξημένη ευπάθεια στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε νεότερη ηλικία», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης κ. Christian Paulina, φοιτητής ιατρικής φοιτητής από το Πανεπιστήμιο Dundee στη Σκωτία.
«Αυτή η σχέση μεταξύ του χαμηλού βάρους γέννησης και της ηλικίας εμφάνισης του σακχαρώδους διαβήτη ενδέχεται να αντανακλά κοινούς γενετικούς παράγοντες που μεσολαβούν στο βάρος γέννησης και στον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη, ή ενδομήτριους παράγοντες όπως η διατροφή, το μητρικό κάπνισμα ή συνδυασμός των δύο».
Την ώρα που η σχέση μεταξύ του χαμηλού σωματικού βάρους και του κινδύνου ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σε μεταγενέστερο στάδιο της ζωής είναι εμπεριστατωμένη, η σχέση τους με το φαινότυπο (φυσικά χαρακτηριστικά) του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 όταν αναπτύσσεται δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη.
Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Dundee συσχέτισαν περισσότερα από 48.000 άτομα που γεννήθηκαν στην πόλη τη χρονική περίοδο 1952-1966 και εγγράφηκαν στην εθνική λίστα πασχόντων από σακχαρώδη διαβήτη. Ακολούθως εξέτασαν την επίδραση του χαμηλού βάρους γέννησης στον φαινότυπο του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας κατά τη διάγνωση του ΔΜΣ, της κρεατινίνης (δείκτη νεφρικής λειτουργίας), της τρανσαμινάσης (ALT), της καλής χοληστερόλης (HDL), των τριγλυκεριδίων και της συστολικής αρτηριακής πίεσης (μεγάλη).
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα βρέφη που ήταν λιποβαρή κατά τη γέννησή τους (λιγότερα από 2,9 κιλά) σχετίζονταν με νεότερη ηλικία (50.0 έναντι 51,3 χρόνια) εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 συγκριτικά με τα παιδιά που γεννήθηκαν υπέρβαρα (άνω των 3,6 κιλών), επίσης παρατηρήθηκε χαμηλότερος ΔΜΣ (34κιλά/m2 έναντι 36 κιλά/m2) και υψηλότερη χοληστερόλη (1.13mmol/L έναντι 1.09 mmol/L) κατά τη διάγνωση.
Περαιτέρω αναλύσεις έδειξαν ότι η επίδραση του βάρους γέννησης στην ηλικία εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη δεν επηρεαζόταν από άλλους κλινικούς παράγοντες που δείχνουν ότι το χαμηλό σωματικό βάρος επηρεάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ και την καλή χοληστερόλη στην ενήλικη ζωή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης πως παρότι οι άνδρες είχαν βραδύτερη πρόοδο στη θεραπεία της ινσουλίνης το βάρος σώματος δεν είχε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.