Η ικανότητα εκμάθησης ξένων γλωσσών μπορεί να βοηθά στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας, υποστηρίζει μια νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Waterloo και δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease.
Η έρευνα, της οποίας ηγήθηκε η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας Suzanne Tyas, εξέτασε τα ιατρικά αποτελέσματα 325 ρωμαιοκαθολικών μοναχών, μέλη των Αδελφών της Notre Dame στις ΗΠΑ, τα δεδομένα των οποίων ανασύρθηκαν από μια εκτενέστερη μελέτη διεθνούς βεληνεκούς, τη Μελέτη των Μοναχών.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι μόλις το 6% των μοναχών που μιλούσαν τέσσερις ή περισσότερες γλώσσες ανέπτυξαν άνοια, ποσοστό σημαντικά μικρότερο από το 31% αυτών που μιλούσαν μόνο μία. Ωστόσο, η γνώση δύο ή τριών γλωσσών δεν φάνηκε να μειώνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο, τουλάχιστον σε αυτή τη μελέτη που διαφέρει σε κάποιες πτυχές της από προηγούμενες έρευνες.
«Η Μελέτη των Μοναχών είναι μοναδική. Πρόκειται για ένα φυσικό πείραμα σε ζωές πολύ διαφορετικές από αυτές των κοινών ανθρώπων τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και κατά την εφηβεία πριν την είσοδο στο μοναστήρι και σε αντίθεση ακόμα και με την αρκετά κοινή ζωή μέσα στο μοναστήρι. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε παράγοντες που υπάρχουν νωρίς στη ζωή και επηρεάζουν την υγεία αργότερα στη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν όλους τους άλλους παράγοντες, όπως η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και τα γονίδια, τα οποία συνήθως διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης και μπορούν να αποδυναμώσουν τις μελέτες», αναφέρει η Δρ. Tyas.
Η ίδια μάλιστα προσθέτει ότι η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου και η εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες απαιτεί γνωστική ευελιξία. Επομένως, είναι λογικό η επιπλέον νοητική άσκηση που πραγματοποιούν οι άνθρωποι που μιλούν τέσσερις ή περισσότερες γλώσσες να βοηθά τον εγκέφαλό τους να λειτουργεί καλύτερα από εκείνους που μιλούν μόνο μία.
Οι ερευνητές εξέτασαν, επίσης, 106 δείγματα από τις γραπτές εργασίες των μοναχών και τα συνέκριναν με εκτενέστερα ευρήματα. Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι η γλωσσική ικανότητα στο γραπτό λόγο επηρέαζε τα άτομα που διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας. Για παράδειγμα, ο αριθμός των ιδεών που εκφράζονται με ορθότητα και σαφήνεια στο γραπτό λόγο, συνέβαλε στη μείωση του κινδύνου περισσότερο και από την πολυγλωσσία.
«Η μελέτη δείχνει ότι ενώ η πολυγλωσσία είναι σημαντική, θα πρέπει να εξετάσουμε εκτενώς και άλλα παραδείγματα γλωσσικής ικανότητας. Επιπλέον, καλό θα είναι να μάθουμε περισσότερα σχετικά με την πολυγλωσσία και ποιες πλευρές της είναι σημαντικές, όπως την ηλικία που μαθαίνεται η πρώτη γλώσσα, πόσο συχνά μιλιέται κάθε γλώσσα και πόσες ομοιότητες ή διαφορές διαθέτουν αυτές οι γλώσσες. Η γνώση αυτή μπορεί να κατευθύνει τις στρατηγικές στην προώθηση της πολυγλωσσίας και άλλων μεθόδων γλωσσικής εκπαίδευσης με στόχο τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας», καταλήγει η Δρ. Tyas.