Όταν μια γυναίκα είναι έγκυος, το χρονικό σημείο του τοκετού είναι κρίσιμο για την υγεία τόσο τη δική της όσο και του εμβρύου.
Ο πρόωρος τοκετός αποτελεί σημαντική αιτία προβλημάτων υγείας και αποτελεί βασική αιτία θανάτου για παιδιά κάτω των πέντε ετών παγκοσμίως. Αντίστοιχα, αν μια εγκυμοσύνη διαρκέσει περισσότερο από το φυσιολογικό, ο κίνδυνος επιπλοκών και θνησιγένειας αυξάνεται.
Ποιος, όμως αποφασίζει πότε μια γυναίκα είναι έτοιμη να γεννήσει;
Μέχρι τώρα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι ο χρόνος του τοκετού καθορίζεται κυρίως από τα γονίδια της μητέρας και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Μια νέα διεθνής γενετική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Ινστιτούτου Statens Serum (SSI) της Δανίας και την κοινοπραξία iPSYCH εντόπισαν έναν σύνδεσμο μεταξύ των γονιδίων του εμβρύου και του χρόνου του τοκετού, ανατρέποντας τα τρέχοντα δεδομένα.
Για τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications αντλήθηκαν δεδομένα από την Οικογενειακή Μελέτη Παιδικής Υγείας του Πανεπιστημίου Exeter και τη μελέτη ALSPAC, με τα ευρήματα να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό βήμα προς την καλύτερη κατανόηση του χρόνου γέννησης, κυρίως επειδή δείχνουν ότι τα γονίδια του παιδιού, πέρα από αυτά της μητέρας, παίζουν κάποιο ρόλο σε αυτό.
Οι ερευνητές ανέλυσαν γενετικές πληροφορίες 84.689 παιδιών από 20 διαφορετικές βάσεις σε οκτώ χώρες.
«Η μελέτη δε βασίστηκε σε μια συγκεκριμένη θεωρία. Εξετάσαμε όλα τα χρωμοσώματα και διερευνήσαμε περισσότερες από 7,5 εκατομμύρια γενετικές παραλλαγές», αναφέρει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής επιστήμονας Bjarke Feenstra από το SSI που διηύθυνε τη μελέτη.
Σε μια μικρή περιοχή του χρωμοσώματος 2 οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα ξεκάθαρο στατιστικό συσχετισμό μεταξύ των κοινών γενετικών παραλλαγών στα νεογνά και το χρόνο του τοκετού. Στη συνέχεια, διερεύνησαν το συσχετισμό σε επιπλέον 9.291 παιδιά, εξετάζοντας αυτή τη φορά συγκεκριμένα αυτή την περιοχή και επιβεβαιώνοντας την αρχική τους ανακάλυψη.
Με τον τρόπο αυτό, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να χωρίσουν τα παιδιά σε τρεις ομάδες, οι οποίες παρουσίαζαν κάποιες, ελάχιστες μεν, αλλά ουσιαστικές γενετικές διαφορές. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας είχαν γεννηθεί, κατά μέσο όρο, εννέα ώρες νωρίτερα από εκείνα στη δεύτερη ομάδα κι αυτά με τη σειρά τους εννέα ώρες πριν από τα παιδιά της τρίτης ομάδας.
Σήματα από το μωρό στη μητέρα
Βιολογικά, αυτή η μικρή περιοχή του χρωμοσώματος 2 έχει ειδικό ενδιαφέρον καθώς φιλοξενεί μια ομάδα γονιδίων, γνωστή ως οικογένεια ιντερλευκίνης-1, που παράγουν αντιφλεγμονώδεις κυτοκίνες. Τις ώρες και τις ημέρες που προηγούνται του τοκετού, οι κυτοκίνες παίζουν κεντρικό ρόλο στην ενεργοποίηση της μήτρας, την αποκόλληση και τη ρήξη των εμβρυϊκών μεμβρανών, την ωρίμανση του τραχήλου και την έναρξη των συσπάσεων.
«Γνωρίζουμε ότι, όταν το μωρό έχει αναπτυχθεί πλήρως και είναι έτοιμο να γεννηθεί, στέλνει σήμα στη μητέρα του. Η νέα ανακάλυψη της μελέτης μας είναι ότι μάλλον βρήκαμε έναν γενετικό διακόπτη που μπορεί να αυξάνει την ένταση αυτού του σήματος και άρα να επηρεάζει το αν ένα παιδί γεννιέται νωρίτερα ή αργότερα», αναφέρει ο Δρ. Bjarke Feenstra.
Το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται ακόμα περισσότερες μελέτες για να κατανοήσουμε τις επιδράσεις αυτών των γενετικών μεταβλητών και να ανακαλύψουμε τους μοριακούς μηχανισμούς που οδηγούν σε βραχύτερη ή μεγαλύτερη διάρκεια εγκυμοσύνης.