Απάντηση στο ερώτημα που απασχολεί εδώ και χρόνια τους επιστήμονες «γιατί οι πάσχοντες από διαβήτη τύπου 1 ή 2 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης ορισμένων μορφών καρκίνου», δίνει μια νέα μελέτη που θα παρουσιαστεί στο προσεχές συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Χημείας το φθινόπωρο.
Επιστημονική ομάδα υπό τον Δρ. John Termini, από Κέντρο Έρευνας και Θεραπείας του Καρκίνου και του Διαβήτη City of Hope, υποστηρίζει ότι φταίει το DNA που διατηρεί περισσότερες βλάβες και επιδιορθώνεται λιγότερο συχνά όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι υψηλότερα από το φυσιολογικό, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου.
«Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη έχουν περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης συγκεκριμένων μορφών καρκίνου. Καθώς, λοιπόν, τα περιστατικά διαβήτη συνεχίζουν να αυξάνονται, κατά πάσα πιθανότητα θα αυξάνονται κατ’αναλογία και τα ποσοστά καρκίνου», αναφέρει ο Δρ. Termini.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου λόγω διαβήτη προκύπτει από την ορμονική απορρύθμιση. «Στους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2, η ινσουλίνη δεν μεταφέρει αποτελεσματικά τη γλυκόζη μέσα στα κύτταρα, επομένως το πάγκρεας παράγει όλο και περισσότερη, δημιουργώντας υπερινσουλιναιμία», προσθέτει ο ερευνητής.
Εκτός από τον έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, η ινσουλίνη προάγει την ανάπτυξη των κυττάρων, οδηγώντας πιθανώς σε καρκίνο. Επίσης, οι περισσότεροι πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 είναι υπέρβαροι, με το πλεονάζον λίπος στους ιστούς να παράγει αυξημένη επίπεδα αδιποκινών, ορμονών που ενισχύουν τη χρόνια φλεγμονή, η οποία συνδέεται με τον καρκίνο. «Η πιο ευρέως διαδεδομένη θεωρία είναι ότι ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου έχει να κάνει με τις ορμόνες, δεν υπήρχαν, όμως, μέχρι τώρα στοιχειοθετημένες ενδείξεις», αναφέρει ο Δρ. Termini.
Έτσι, λοιπόν, προέκυψε το ερώτημα αν τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης που παρατηρούνται στον διαβήτη θα μπορούσαν να βλάψουν το DNA, καθιστώντας το γονιδίωμα ασταθές και προκαλώντας καρκίνο. Προσπαθώντας να βρουν απαντήσεις, ο ερευνητής και οι συνεργάτες του, αναζήτησαν ένα συγκεκριμένο είδος βλάβης στο σχηματισμό των χημικά τροποποιημένων βάσεων του DNA, γνωστές ως προσθήκες, σε εργαστηριακές καλλιέργειες ιστών και σε πειραματόζωα με διαβήτη.
Πράγματι, βρήκαν ότι η προσθήκη CEdG του DNA εμφανιζόταν πιο συχνά στα διαβητικά μοντέλα από ό,τι στα φυσιολογικά κύτταρα ή τα ποντίκια. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης παρενέβαιναν στην κυτταρική διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA. «Η έκθεση σε υψηλά επίπεδα γλυκόζης οδηγεί τόσο σε προσθήκες του DNA όσο και σε καταστολή της επιδιόρθωσής του, συνδυασμός που μπορεί να προκαλέσει γονιδιωματική αστάθεια και καρκίνο», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δρ. Termini.
Πρόσφατα, ο ίδιος και οι συνεργάτες του ολοκλήρωσαν μια κλινική μελέτη στην οποία μέτρησαν τα επίπεδα της CEdG και του αντίστοιχού της στο RNA (CEG) σε ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2, διαπιστώνοντας ότι, όπως και στα ποντίκια, υπήρχαν αυξημένα επίπεδα των δύο προσθηκών.
Η ομάδα στη συνέχεια προσπάθησε να προσδιορίσει τους μοριακούς λόγους για τους οποίους οι προσαγωγές δεν διορθώνονταν σωστά από τα κύτταρα. Εντόπισαν, λοιπόν, δύο πρωτεΐνες που φαινόταν να σχετίζονται με αυτό, τον μεταγραφικό παράγοντα HIF1α και την πρωτεΐνη σηματοδότησης mTORC1, οι οποίες επιβραδύνουν εξίσου τη δραστηριότητά τους στον διαβήτη.
Ο HIF1α ενεργοποιεί διάφορα γονίδια που συμμετέχουν στη διαδικασία επιδιόρθωσης και οι ερευνητές βρήκαν ότι αν τον σταθεροποιήσουν σε ένα περιβάλλον υψηλής γλυκόζης, αυξάνεται η επιδιόρθωση του DNA και μειώνονται οι βλάβες του. Αντίστοιχα, η mTORC1 ελέγχει τον HIF1α, οπότε αν ενεργοποιηθεί, ενεργοποιείται και ο μεταγραφικός παράγοντας.
Σύμφωνα με τον Δρ. Termini, υπάρχουν ήδη διάφορα φάρμακα που ενεργοποιούν είτε τον HIF1α είτε την mTORC1, γι’ αυτό και σκοπεύουν να εξετάσουν αν αυτά τα φάρμακα μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου στα ζωικά μοντέλα και, αν το κάνουν, να τα δοκιμάσουν και σε ανθρώπους. Επιπλέον και η μετφορμίνη, μια κοινή αντιδιαβιατική αγωγή που συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, ενεργοποιεί την επιδιόρθωση του DNA, με τους επιστήμονες να προσβλέπουν στη δοκιμή της σε συνδυασμό με τα φάρμακα που σταθεροποιούν συγκεκριμένα τον HIF1α ή ενισχύουν τη σηματοδότητη της mTORC1 στα διαβητικά ζωικά μοντέλα.