Η αρρυθμία είναι ένα φαινόμενο που ναι μεν επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους ανά το κόσμο, παραμένει όμως εύκολα υπό έλεγχο μέσω των εξετάσεων ρουτίνας και της προληπτικής φροντίδας των ομάδων υψηλού κινδύνου. Η υποστήριξη ενός ασθενή για να διατηρήσει ένα σταθερό καρδιακό ρυθμό είναι εξαιρετικά σημαντική, ειδικά αν διατρέχει κίνδυνο καρδιακών επιπλοκών, καθώς μπορεί να συμβάλει στην ταχύτερη ανάρρωση, το μικρότερο χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο, το μειωμένο κόστος ιατρικής φροντίδας και σε βελτιωμένα αποτελέσματα υγείας.

Στο πλαίσιο αυτό, μια προκλινική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Circulation, η πρώτη του είδους της, εξετάζει το ρόλο της έκθεσης στο πλαστικό, όπως στα προϊόντα που βρίσκονται σε ένα ιατρικό περιβάλλον, στις διαταραχές του καρδιακού ρυθμού και στην αρρυθμία.

Η ερευνητική ομάδα από το Εθνικό Σύστημα Υγείας Παίδων της Αμερικής ανακάλυψε ότι υπάρχουν αυξημένοι κίνδυνοι για ασυνήθιστο καρδιακό ρυθμό έπειτα από την έκθεση άθικτων, in vitro καρδιακών μοντέλων σε φθαλικό μονοαιθυλεξύλιο (ΜEHP) για 30 λεπτά, μεταβολίτη του φθαλικού διαιθυλεξυλίου (DEHP), ενός φθαλικού εστέρα που χρησιμοποιείται συχνά στην παραγωγή πλαστικών εγκεκριμένων για χρήση σε ιατρικές συσκευές. Ο εστέρας αυτός ευθύνεται για το 40% του βάρους των φιαλιδίων αποθήκευσης αίματος και πάνω από το 80% του βάρους των σωλήνων που χρησιμοποιούνται στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπως τα συστήματα παροχής τροφής και αναπνευστικής υποστήριξης, οι καθετήρες αλλά και στις ελαφρώς επεμβατικές εγχειρήσεις καρδιάς.

Η ομάδα επέλεξε να μελετήσει την αντίδραση της καρδιάς στα 60 μM του MEHP, επίπεδο που συγκρίνεται με αυτό του αίματος παιδιατρικών ασθενών και του μεταγγιζόμενου αίματος σε νεογνά. Βρήκε, λοιπόν, ότι η 30λεπτη έκθεση στο MEHP επιβράδυνε την κολποκοιλιακή αγωγιμότητα και αύξανε την απόλυτη ανερέθιστη περίοδο του κολποκοιλιακού κόμβου (στην ανερέθιστη περίοδο ο κολποκοιλιακός κόμβος δεν μπορεί να εκπολωθεί, οπότε δεν μπορεί να προχωρήσει το ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από αυτόν για να φτάσει στις κοιλίες). Συγκεκριμένα, το MEHP αύξανε την πιθανή διάρκεια της δράσης και την απόλυτη ανερέθιστη περίοδο του κολποκοιλιακού κόμβου και καθυστερούσε την επικαρδιακή βηματοδότηση αγωγιμότητας , η οποία μπορεί να οφείλεται στην αναστολή του Nav 1,5 ή της ροής νατρίου.

«Επιλέξαμε να μελετήσουμε τις συνέπειες της έκθεσης σε MEHP στην καρδιακή ηλεκτροφυσιολογία, σε συγκεντρώσεις που παρατηρούνται σε περιβάλλοντα αυξημένης φροντίδας. Κι αυτό γιατί είναι γνωστό πως τα πλαστικά ιατρικά προϊόντα διηθούν αυτές τις χημικές ουσίες στο αίμα των ασθενών. Σε κρίσιμες ιατρικές συνθήκες, ένας ασθενής μπορεί να χρειαστεί μετάγγιση αίματος, εξωσωματική μεμβράνη οξυγόνωσης, καρδιοπνευμονικό bypass, αιμοκάθαρση ή ενδοφλέβια χορήγηση ορού. Όλα αυτά τα σενάρια μπορεί να οδηγήσουν σε έκθεση στις χημικές ουσίες των πλαστικών, γι’αυτό και η ομάδα μας θέλει να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα χημικά μπορούν να επηρεάσουν την καρδιακή υγεία», σημείωσε η Nikki Gillum Posnack, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής Χειρουργικής Καινοτομίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας Παίδων και επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής στη Σχολή Ιατρικής και Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου George Washington.

Η Δρ. Posnack και η ομάδα της αναφέρουν πως ένας από τους λόγους που μπορεί να παρατηρήθηκαν αυτές οι αλλαγές σε προκλινικά καρδιακά μοντέλα μπορεί να είναι η δομή των εστέρων, οι οποίοι προσομοιάζουν στις ορμόνες και μπορούν να παρέμβουν σε μια ποικιλία βιολογικών διεργασιών. Εξαιτίας του χαμηλού μοριακού βάρους τους, τα χημικά αυτά μπορούν να αλληλεπιδράσουν άμεσα με τα κανάλια ιόντων, πυρηνικών υποδοχέων και άλλων κυτταρικών στόχων.
Οι υπάρχουσες επιδημιολογικές έρευνες παρουσιάζουν συσχετισμούς μεταξύ της έκθεσης στους εστέρες και τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα στην υγεία, όπως οι μεταβολικές και αναπαραγωγικές διαταραχές, οι φλεγμονώδεις παθήσεις, οι νευρολογικές διαταραχές και οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτή, ωστόσο, είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζει τη σύνδεση μεταξύ της καρδιακής φυσιολογίας σε άθικτες καρδιές και της έκθεσης σε MEHP, σε μεγέθη συγκρίσιμα με τα επίπεδα που παρατηρούνται σε μια ΜΕΘ.

«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι πρόκειται για μια προκαταρκτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε ex vivo μοντέλο που είναι ιδιαιτέρως ανθεκτικό στην αρρυθμία. Εξαιτίας της φύσης του σχεδιασμού, ήταν κάπως ανησυχητικό το γεγονός ότι βρήκαμε τόσο σημαντικές επιδράσεις. Προβλέπω ότι οι ηλεκτροφυσιολογικές ενοχλήσεις θα είναι πολύ πιο έντονες σε μοντέλα που έχουν περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους. Αυτά τα είδη μοντέλων θα πρέπει σίγουρα να μελετηθούν εκτενώς», επισημαίνει με τη σειρά του ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης και επιστήμονας στο Νοσοκομείο Παίδων, Rafael Jaimes.

Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της μελέτης, όμως, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι τα ευρήματα αυτά ενδεχομένως να κινητοποιήσουν την ανάπτυξη και χρήση νέων προϊόντων που θα έχουν κατασκευαστεί χωρίς εστέρες.