Μια μορφή στρες που περιγράφηκε πρόσφατα και ονομάζεται «στρες χρωματίνης», ενεργοποιεί μια απόκριση των κυττάρων που φαίνεται να προάγει τη μακροζωία.

Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές από το Ιατρικό Κολέγιο Baylor και το Μεθοδικό Ερευνητικό Ινστιτούτο του Χιούστον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση του Science Advances, αναφέρουν ότι τα μέτρια επίπεδα αυτού του τύπου στρες πυροδοτούν μια ανοσολογική απόκριση που παρατηρήθηκε ότι προάγει τη μακροζωία.

Η παρατήρηση έγινε σε ζυμομύκητες, σε μικροσκοπικά εργαστηριακά σκουλήκια C. elegans, σε φρουτόμυγες και σε εμβρυονικά βλαστοκύτταρα ποντικιών, με τις δύο πρώτες κατηγορίες πειραματόζωων να παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Οι επιστήμονες λένε ότι τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι η απόκριση του στρες χρωματίνης και η επακόλουθη μακροζωία, μπορεί να ισχύει και σε άλλους οργανισμούς, δημιουργώντας έτσι τις πιθανότητες ανεύρεσης νέων δρόμων παρέμβασης στη γήρανση του ανθρώπου και προαγωγής της μακροζωίας.

Το στρες χρωματίνης
Η χρωματίνη είναι βασικό συστατικό του πυρήνα των κυττάρων και ιδίως των χρωμοσωμάτων. Σήμερα είναι γνωστό ότι το υλικό της συνίσταται από DNA, μαζί με ιστόνη καθώς και από μη ιστονικές πρωτεΐνες. Το στρες χρωματίνης προκαλείται από διαταραχές στον τρόπο με τον οποίο το DNA εγγράφεται στον πυρήνα του κυττάρου και ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη δομή της χρωματίνης είναι οι ιστόνες.

Η διαταραχή της δομής της χρωματίνης μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες αλλαγές στην έκφραση γονιδίων. Τέτοια αλλαγή μπορεί να είναι η έκφραση γονιδίων όταν δεν πρέπει ή απουσία έκφρασής τους όταν αυτή πρέπει να εκδηλωθεί.

Η μελέτη
Στη φάση της έρευνας, ο Δρ. Weiwei Dand, αναπληρωτής καθηγητής μοριακής γενετικής στο Κολέγιο Baylor και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, δούλεψε μαζί με τους συνεργάτες του με τον ζυμομύκητα Saccharomyces cerevisiae για να εξερευνήσει το πώς η δοσολογία των γονιδίων ιστόνης επηρεάζει τη μακροζωία.

Η εκτίμηση των επιστημόνων ήταν ότι οι ζυμομύκητες που είχαν τροποποιηθεί γενετικά για να έχουν λιγότερα αντίγραφα συγκεκριμένων γονιδίων ιστόνης θα είχαν προκαλέσει αλλαγές στη δομή της χρωματίνης, οι οποίες θα συντελούσαν στη μείωση του προσδόκιμου ζωής των ζυμομυκήτων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.

«Εντελώς απροσδόκητα, παρατηρήσαμε ότι οι ζυμομύκητες με τα λιγότερα αντίγραφα γονιδίων ιστόνης έζησαν περισσότερο από τους άλλους», σημειώνει ο βασικός συγγραφέας της μελέτης, Ruofan Yu, βοηθός ερευνητής στο εργαστήριο του Δρ. Dang.

Οι ζυμομύκητες με σχετικά μικρή δόση γονιδίων ιστόνης είχαν μέτρια μείωση της έκφρασης του γονιδίου ιστόνης και σημαντικά επίπεδα στρες χρωματίνης. Η απόκρισή τους στη διαταραχή της χρωματίνης ήταν η πρόκληση αλλαγών στην ενεργοποίηση ενός αριθμού γονιδίων που τελικά προάγουν τη μακροζωία.

«Αναγνωρίσαμε μια έως τώρα άγνωστη και απροσδόκητη μορφή στρες, η οποία πυροδοτεί μια απόκριση που ωφελεί τον οργανισμό. Ο μηχανισμός πίσω από την απόκριση στο στρες χρωματίνης που ενεργοποιείται από μια μέτρια μείωση στη δοσολογία των ιστονών είναι διαφορετικός από εκείνον στην υπερέκφραση της ιστόνης, όπως αποδεικνύεται από τα διαφορετικά προφίλ των αποκρίσεων της έκφρασης της πρωτεΐνης», ανέφερε καταληκτικά ο Δρ. Yu.