Τα γονίδια δεν είναι η μοναδική αιτία για την παχυσαρκία, καθώς κομβικό ρόλο παίζουν και οι επιλογές στον τρόπο ζωής. Αυτό αναφέρει έρευνα που δημοσιεύθηκε στο British Medical Journal με την τάση να είναι η ίδια και για τους ανθρώπους που έχουν τα εν λόγω γονίδια όσο και για αυτούς που δεν τα έχουν.

Σύμφωνα με τους μελετητές, η κακή διατροφή και η έλλειψη άσκησης έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, με τα γονίδια όμως να συνεχίζουν να παίζουν ένα μικρότερο ρόλο.

Οι Νορβηγοί ερευνητές εξέτασαν στοιχεία που αφορούσαν σε  118.959 ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων και του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).

Οι συμμετέχοντες είχαν υποβληθεί επανειλημμένα σε μετρήσεις ύψους και βάρους από το 1963 έως το 2008.

Οι ερευνητές χώρισαν τους εθελοντές σε πέντε ομάδες ανάλογα με τον γενετικό κίνδυνο για παχυσαρκία από εκείνους που ήταν πιο πιθανό έως εκείνους που είχαν λιγότερες πιθανότητες. Ακολούθως ο ΔΜΣ τους αναλύθηκε με άλλους παράγοντες παχυσαρκίας συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, του καπνίσματος και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, ο ΔΜΣ αυξήθηκε δραματικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Τα άτομα στην ομάδα με την μεγαλύτερη γενετική επιρρέπεια ήταν πιθανότερο να έχουν υψηλότερο ΔΜΣ από εκείνους που είχαν χαμηλότερο γενετικό κίνδυνο.

Αλλά η μελέτη ανέδειξε επίσης μια αύξηση του ΔΜΣ τόσο στα άτομα με γενετική προδιάθεση όσο και στα άτομα χωρίς από το 1960 και έπειτα.

«Αυτά τα ευρήματα δίνουν μία νέα οπτική για το ρόλο των γονιδίων στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας», δηλώνει η συγγραφέας της μελέτης Maria Brandkvist, υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας.

Και συμπληρώνει πως «ένα τροποποιημένο διατροφικό μοτίβο αποτελεί τον πιο ισχυρό περιβαλλοντικό παράγοντα που επηρεάζει το ισοζύγιο ενέργειας. Ωστόσο, η καθιστική ζωή και πιθανές αλλαγές σε βιολογικό επίπεδο, όπως οι τοξίνες και το μικροβίωμα, θα μπορούσε επίσης να είναι συνεισφέροντες παράγοντες».

Για παράδειγμα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι, οι 35χρονοι άνδρες με το γονίδιο της παχυσαρκίας ήταν 3,9 κιλά βαρύτεροι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους χωρίς γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το κενό ανάμεσα στις δύο ομάδες είχε σχεδόν διπλασιαστεί παράλληλα με τα αυξανόμενα ποσοστά παχυσαρκίας, με παρόμοιες τάσεις και στις γυναίκες.

«Τα γονίδια ενδέχεται να παίζουν μικρότερο ρόλο στο πώς τα σώματα χρησιμοποιούν το φαγητό αλλά το βάρος καθορίζεται περισσότερο από το πόσο πολύ τρώνε. Βλέπουμε πως στις ευρωπαϊκές χώρες η παχυσαρκία αυξάνει διαρκώς αλλά τα γονίδια δεν έχουν αλλάξει. Είναι τα ίδια με των παππούδων μας, αλλά καταναλώνουμε τροφές με περισσότερες θερμίδες και ζούμε πιο καθιστικές ζωές. Ο μόνος τρόπος άλλωστε για να αυξάνονται τα κιλά είναι να τρώμε περισσότερο από όσες θερμίδες καίμε» εξηγεί ο Δρ. David Curtis, Καθηγητής στο Ινστιτούτο Γενετικής του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου.