Όσο πιο μεγάλη διάρκεια έχει μια εγκυμοσύνη, τόσο πιο υψηλή είναι η πιθανότητα θνησιγένειας, όπως αποκαλύπτει μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, που δημοσιεύθηκε στο PLΟS Medicine. Μάλιστα, με κάθε πρόσθετη εβδομάδα που η εγκυμοσύνη συνεχίζεται μετά την 37η, ο κίνδυνος θνησιγένειας αυξάνεται.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν ένα μικρό αλλά σημαντικά αυξημένο κίνδυνο θνησιγένειας στις μητέρες που συνέχισαν την εγκυμοσύνη τους έως τις 41 εβδομάδες (περίοδο που συνήθως προκαλείται τεχνητός τοκετός), σε σύγκριση με εκείνες που γέννησαν σε 40 εβδομάδες.
Παρόλα αυτά, οι γυναίκες που βρίσκονται στην 41η εβδομάδα κύησης, δεν χρειάζεται να ανησυχούν γιατί ο απόλυτος κίνδυνος παραμένει εξαιρετικά μικρός, καθώς ισοδυναμεί με μια επιπλέον θνησιγένεια για κάθε 1.449 εγκυμοσύνες, σε σχέση με μια κύηση 40 εβδομάδων.
Παράλληλα, βρέθηκε πως αυτός ο κίνδυνος φάνηκε να είναι μεγαλύτερος για τις μαύρες παρά για τις λευκές γυναίκες. Σε σύγκριση με τις λευκές γυναίκες, οι μαύρες γυναίκες είναι μιάμιση έως δύο φορές πιο πιθανό να βιώσουν θνησιγένεια σε όλες τις φάσεις της κύησης. Παρά τον αυξημένο κίνδυνο θνησιγένειας στις εγκυμοσύνες που διαρκούν περισσότερο από το σύνηθες, το ένα τρίτο των περιπτώσεων θνησιγένειας αφορά την φυσιολογική περίοδο κύησης, δηλαδή την κύηση έως τις 37 εβδομάδες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 13 ξεχωριστές μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ, στη Δανία και στη Νορβηγία, στις οποίες περιλαμβάνονταν 15,12 εκατομμύρια εγκυμοσύνες, 17.830 θνησιγένειες και 2.348 βρεφικοί θάνατοι (έως και 28 μέρες μετά τη γέννα). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αύξηση του χρόνου κύησης συνδέεται με τη θνησιγένεια.
Ο κίνδυνος θνησιγένειας αυξήθηκε από 0,1 ανά 1.000 εγκυμοσύνες στις 37 εβδομάδες, σε 3,2 ανά 1.000 στις 42 εβδομάδες. Ένα άλλο άλμα στον κίνδυνο παρατηρήθηκε μεταξύ της 40ης και της 41ης εβδομάδας, όταν ο κίνδυνος θνησιγένειας είναι αυξημένος κατά 64%.
Ωστόσο σε ό,τι αφορά όχι τη θνησιγένεια, αλλά το θάνατο των νεογνών (έως 28 μέρες μετά τον τοκετό), ο κίνδυνος δεν αυξάνεται, όταν πρόκειται για παράταση της κύησης από την 38η έως και την 41η εβδομάδα. Αν όμως η εγκυμοσύνη παραταθεί για 42 εβδομάδες, τότε ο κίνδυνος θανάτου του νεογνού αυξάνεται κατά 87%.
Η επικεφαλής της μελέτης καθηγήτρια Σακίλα Θανγκαράτιναμ από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου τόνισε την ιδιαίτερη σημασία αυτών των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα με την ίδια, οι γυναίκες, λαμβάνοντας υπόψη την μικρή αλλά υπαρκτή αύξηση του κινδύνου θνησιγένειας στην 41η εβδομάδα, μπορούν να καταλήξουν σε μια περισσότερο συνειδητή απόφαση για το εάν θέλουν να προβούν σε τεχνητή πρόκληση τοκετού ή να γεννήσουν φυσικά.
Τα δεδομένα αυτά είναι επίσης χρήσιμα για τους επαγγελματίες υγείας, καθώς συμβάλλουν στην οργάνωση αποτελεσματικότερων σχεδίων φροντίδας. Ο δρ. Μίτσελ Κράμερ, διευθυντής μαιευτικής και γυναικολογίας στο νοσοκομείο Χάντινγκτον της Νέας Υόρκης, υπογράμμισε πως τα αποτελέσματα για τη διαφορά μεταξύ μαύρων και λευκών γυναικών είναι αμφίβολα και χρήζουν επανεξέτασης, αλλά η πρόκληση τοκετού είναι ασφαλής μέθοδος και μπορεί να αποτελέσει μέσο πρόληψης για θνησιγένειες.