Στοχευμένη θεραπεία για άτομα που βιώνουν ψυχωσικά επεισόδια, όπως οι παραισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις λόγω κάποιας ψυχιατρικής νόσου ισχυρίζονται πως βρήκαν ερευνητές από το Νοσοκομείο ΜcLean σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Biological Psychiatry.
Η έρευνα, με επικεφαλής την Δρ. Deborah L. Levy, έδειξε πως τα συμπτώματα μειώνονται στοχεύοντας ένα συγκεκριμένο γονότυπο και σχετίζοντας μία δομική μετάλλαξη με την παθοφυσιολογία της ψύχωσης και την απόκριση στη θεραπεία.
Η μελέτη της Δρ. Levy, περιγράφει μία μεταβλητή η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση στον αριθμό αντιγράφων συγκεκριμένων γονιδίων. Σε αυτή την περίπτωση είναι αποτελεσματικά λόγω της παρουσίας ενός μικρού επιπλέον χρωμοσώματος. «Το αδιάσειστο στοιχείο είναι πως o αριθμός των μεταβλητών μπορεί να σχετιστεί με την παθοφυσιολογία και, όπως δείχνει η νέα μελέτη, με τη θεραπεία», εξηγεί η ερευνήτρια.
Το γονίδιο GLDC διασπά τη γλυκίνη, που είναι συναγωνιστής των υποδοχέων ΝMDA, ενός τύπου υποδοχέων γλουταμάτης. Οι ασθενείς στην εν λόγω μελέτη παρατηρήθηκε πως είχαν τέσσερα αντίγραφα του γονιδίου GLDC, αντί για δύο όπως συνηθίζεται.
«Συνεπώς προβλέψαμε ότι θα είχαν αυξημένη διάσπαση γλυκίνης και λιγότερη διαθέσιμη γλυκίνη στους υποδοχείς NMDA. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η υπολειτουργία των υποδοχέων», δήλωσε ο Δρ. Uwe Rudolph, πρώην διευθυντής του Εργαστηρίου Γενετικής Νευροφαρμακολογίας στο Νοσοκομείο McLean.
Οι συγγραφείς έδειξαν ότι η χορήγηση συμβατικών ψυχοτρόπων παραγόντων με γλυκίνη ή κυκλοσερίνη-D και η στόχευση του συγκεκριμένου γονότυπου είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των κλινικών συμπτωμάτων.
«Τα ευρήματα ενδέχεται να εμπλέκουν ένα «μοριακό υποτύπο» που αποκρίνεται σε θεραπείες ομαλοποιώντας δυσλειτουργίες του γλουταμινεργικού συστήματος. Συγκεκριμένοι φορείς άλλων σχετικών μεταλλάξεων ενδεχομένως να ωφελούνταν από χαμηλή δόση κυκλοσερίνης-D. Αν κάποια μέρα καταστεί εφικτό να εντοπίζονται ασθενείς με τέτοιους μοριακούς υποτύπους σε κλινική πρακτική, οι μελέτες που θα διεξαχθούν θα μπορούν πιθανά να οδηγήσουν σε στοχευμένες θεραπείες προσιτές για μεγαλύτερη ομάδα ασθενών», καταλήγει η Δρ. Levy.