Μια ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια της Καλιφόρνια (UCLA) και του Τορόντο εντόπισε έναν νέο βιοδείκτη, ο οποίος θα μπορούσε να συμβάλει στη διάγνωση του επιθετικού καρκίνου του προστάτη, σώζοντας δυνητικά εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες κάθε χρόνο από περιττές χειρουργικές επεμβάσεις και ακτινοθεραπείες. Τα ευρήματα της σχετικής μελέτης δημοσιεύθηκαν στο Journal of the National Cancer Institute.

Η διάγνωση του καρκίνου του προστάτη αποτελεί μια σχετικά εύκολη διαδικασία, ωστόσο η κατηγοριοποίηση των ασθενών σε ομάδες κινδύνου συνιστά εδώ και χρόνια μια πρόκληση για την επιστημονική κοινότητα. Τα υπάρχοντα εργαλεία, όπως τα τεστ PSA και οι βιοψίες, έχουν υψηλά ποσοστά σφάλματος και μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές και μολύνσεις. Η εξέταση μέσω βιοδεικτών στα ούρα, την οποία ανέπτυξαν πρόσφατα οι επιστήμονες, αποτελεί μια μη επεμβατική λύση που βοηθά στην ακριβή διάκριση μεταξύ των αργά αναπτυσσόμενων καρκίνων και εκείνων που ενδεχομένως να απειλήσουν άμεσα τη ζωή ενός ατόμου.

Με τα τρέχοντα διαγνωστικά εργαλεία, περίπου το 25 με 40% των ανδρών διαγιγνώσκονται ως κλινικά ασήμαντες περιπτώσεις, όπου ο καρκίνος του προστάτη αναπτύσσεται αργά και πιθανότατα δεν θα έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία. Ωστόσο, οι άνδρες αυτοί συχνά λαμβάνουν αντικαρκινική θεραπεία, ζημιώνοντας σημαντικά τόσο τη δική τους υγεία όσο και το σύστημα περίθαλψης. Επιπλέον, ένα ποσοστό της τάξης του 20 έως 35% των διαγνώσεων καρκίνου του προστάτη δεν λαμβάνει επαρκή θεραπεία, προκαλώντας την επανεμφάνιση της ασθένειας.

Η βασική κλινική μέθοδος για τη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη αυτή τη στιγμή δεν είναι άλλη από τη βιοψία, μια διαδικασία άκρως επεμβατική που ενέχει όλα τα είδη κλινικών κινδύνων. Ένας άλλος τρόπος διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη είναι μέσω αιμοληψίας, η οποία είναι μεν λιγότερο επεμβατική αλλά ταυτόχρονα και λιγότερο ακριβής. Ο ευκολότερος τρόπος αξιολόγησης, λοιπόν, είναι η λήψη δείγματος από τα ούρα.

Έτσι, οι ερευνητές της μελέτης χρησιμοποίησαν microRNA στα ούρα και μπόρεσαν να αναγνωρίσουν ένα βιοδείκτη που θα δώσει στους γιατρούς ένα μέσο παρακολούθησης της εξάπλωσης του όγκου αλλά και ανάδειξης του καλύτερου τρόπου θεραπείας. Τα μικρά αυτά κομμάτια του RNA που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη του βιοδείκτη συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης και εξέλιξης του καρκίνου του προστάτη, επηρεάζοντας την απόκριση των ανδρών στη θεραπεία. Επίσης, είναι ανιχνεύσιμα στα ούρα, καθιστώντας αυτό το διαγνωστικό εργαλείο μια πολλά υποσχόμενη, μη επεμβατική επιλογή.

«Αναπτύξαμε μια πειραματική στρατηγική τριών σταδίων που θα μεγιστοποιήσει τις επιστημονικές εκτιμήσεις των στατιστικών και των δεδομένων, προκειμένου να μας δώσει την καλύτερη δυνατή πιθανότητα ανεύρεσης ενός βιοδείκτη που θα προβλέπει την επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη», σημειώνει ο Paul Boutros, από το Αντικαρκινικό Κέντρο Jonsoon του UCLA και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Για να δοκιμάσουν τη μη επεμβατική αυτή εφαρμογή, η ομάδα συνεργάστηκε με 149 άνδρες προκειμένου να δημιουργήσει και να αξιολογήσει τον βιοδείκτη που θα προβλέπει την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αξιολογήθηκαν για τουλάχιστον τρία χρόνια, επιτρέποντας στους ερευνητές να κατανοήσουν πλήρως τις αλλαγές του καρκίνου με την πάροδο του χρόνου.

«Η δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης είναι ζωτικής σημασίας ώστε να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στις τάσεις που συνδέονται με τον καρκίνο, πράγμα το οποίο είναι στην ουσία το πιο σημαντικό για την ανάπτυξη ενός ακριβούς βιοδείκτη», προσθέτει ο Δρ. Boutros.

Η ομάδα τελικά διαπίστωσε ότι ο βιοδείκτης μπορούσε με επιτυχία να διακρίνει τα άτομα με υψηλό κίνδυνο, έχοντας, μάλιστα, παρόμοια ποσοστά ακριβείας με τα επεμβατικά τεστ. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, η μέθοδος αυτή διέγνωσε με ακρίβεια το 80% των επιθετικών καρκίνων, με τους ερευνητές να εκτιμούν ότι περίπου 50% των θεραπειών ήταν περιττές και θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με μία μη επεμβατική εξέταση.