Η παχυσαρκία κατά τη διάρκεια της κύησης σχετίζεται με υπερτριπλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 στο παιδί, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μεγάλης μελέτης που δημοσιεύεται στο Diabetologia.
Αν μια γυναίκα είναι υπέρβαρη αντί παχύσαρκη κατά τη διάρκεια της κύησης, ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 στο παιδί είναι αυξημένος κατά 40%.
Οι μεσοπρόθεσμες επιπλοκές της μητρικής παχυσαρκίας κατά την κύηση είναι ήδη καλά τεκμηριωμένες και αφορούν στον διαβήτη κύησης, την προεκλαμψία, την απόκτηση μεγάλου νεογνού και τον μεγαλύτερο κίνδυνο καισαρικής τομής. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι προκύπτουν και μακροχρόνια προβλήματα υγείας για τα νεογνά που έχουν γεννηθεί από παχύσαρκες μητέρες, όπως ο αυξημένος κίνδυνος πρόωρης καρδιαγγειακής νόσου και η πρόωρη θνησιμότητα.
Στην παρούσα μελέτη, η καθηγήτρια Rebecca Reynolds από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και οι συνεργάτες της μελέτησαν τη σχέση μητρικού Δείκτη Μάζας Σώματος και του κινδύνου εκδήλωσης στον απόγονο κλινικά τεκμηριωμένου διαβήτη.
Οι ερευνητές συσχέτισαν αρχεία γεννήσεων 118.201 παιδιών που είχαν γεννηθεί από το 1950 έως το 2011 και είχαν καταγραφεί στο αρχείο AMND, μια μοναδική βάση δεδομένων που αφορά στην περιοχή της Σκοτίας. Κατά την ανάλυση συνεκτιμήθηκαν πιθανοί συνεισφέροντες παράγοντες, όπως το μητρικό ιστορικό διαβήτη πριν την κύηση, η μητρική ηλικία κατά τον τοκετό, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ο αριθμός των τελειόμηνων κυήσεων, η φάση της κύησης που υπολογίστηκε το βάρος της μητέρας, το μητρικό ιστορικό υπεργλυκαιμίας και το φύλο του παιδιού.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το 25% των εγκύων ήταν υπέρβαρες και το 10% παχύσαρκες, αλλά η αναλογία των μητέρων με παχυσαρκία είχε πενταπλασιαστεί μεταξύ της περιόδου 1950-59 και 2000-2011 (16%).
Συγκριτικά με τις μητέρες που είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος, οι υπέρβαρες ή παχύσαρκες κατά την κύηση είχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο το παιδί τους να εκδηλώσει διαβήτη (τύπου 1 ή 2), με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 26% για τις υπέρβαρες και στο 83% για τις παχύσαρκες. Αλλά όταν εξέτασαν μόνο τον διαβήτη τύπου 2, ο κίνδυνος ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Συγκεκριμένα, μια παχύσαρκη έγκυος είχε 3,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο το παιδί της να εκδηλώσει διαβήτη τύπου 2, ενώ στις υπέρβαρες εγκύους ο κίνδυνος ήταν αυξημένος κατά 40%.
Αν και ο υποκείμενος μηχανισμός που συνδέει τις δύο παραμέτρους είναι προς το παρόν άγνωστος, κατά μια θεωρία η παχυσαρκία της μητέρας δημιουργεί ένα αφιλόξενο ενδομήτριο περιβάλλον λόγω των αυξημένων επιπέδων της γλυκόζης, της ινσουλίνης και άλλων μεταβολιτών που συντελούν στον «προγραμματισμό» ανεπιθύμητων μεταβολικών αποτελεσμάτων στους απογόνους. Επίσης συμβαίνουν περίπλοκες νευρο-ενδοκρινικές, μεταβολικές και ανοσο/φλεγμονώδεις αλλαγές που σχετίζονται με την παχυσαρκία κατά την κύηση, που πιθανόν να επιδρούν στην ορμονική έκθεση και την παροχή θρεπτικών συστατικών στο έμβρυο. Τέλος, επιγενετικές αλλαγές στο ενδομήτριο περιβάλλον των παχύσαρκων μητέρων μπορεί επίσης να προκαλούν στρες στα ινσουλινο-παραγωγά β-κύτταρα του παγκρέατος του αγέννητου παιδιού, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2 και αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο.