Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση κατέληξε νέα βρετανική μελέτη, σύμφωνα με την οποία ο διαβήτης τύπου 2 δεν συνδέεται με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και ο καθένας, ανεξαρτήτως βάρους, έχει πιθανότητες να απαλλαχθεί από αυτόν, εάν ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πρακτική.
Η έρευνα, τα ευρήματα της οποίας παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη στην Στοκχόλμη, υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα «προσωπικό όριο λίπους», το οποίο εάν ξεπεραστεί, επιτρέπει στον διαβήτη τύπου 2 να αναπτυχθεί, ανεξάρτητα από το βάρος του.
Η πιο συχνή μορφή διαβήτη παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας αδυνατεί να παράξει επαρκή ινσουλίνη -η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα- ή ότι η ινσουλίνη που παράγεται δεν λειτουργεί σωστά.
Παλαιότερες μελέτες είχαν αναδείξει τον αυξημένο ΔΜΣ ως παράγοντα ενισχυμένου κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι πάσχοντες υπέρβαροι. Συγκεκριμένα, περίπου το 15% των διαγνώσεων αφορούν σε ανθρώπους φυσιολογικού σωματικού βάρους.
Στο πλαίσιο της ερευνητικής προσπάθειας αντιμετώπισης της πάθησης, έρευνα του Πανεπιστημίου του Newcastle υποστήριξε ότι ένα εντατικό πρόγραμμα απώλειας βάρους θα μπορούσε να εξαλείψει τον διαβήτη σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ανθρώπους. Η μελέτη ReTUNE εξέτασε κατά πόσο η απώλεια βάρους μπορεί να αντιμετωπίσει τον διαβήτη και σε ανθρώπους με φυσιολογικό η οριακά άνω του φυσιολογικού βάρος (<27kg/m2).
Η απαλλαγή από τον διαβήτη ισοδυναμεί με επίπεδα σακχάρου χαμηλότερα από 48mmol/mol για τουλάχιστον 6 μήνες και αποχή από κάθε είδους σχετική φαρμακευτική αγωγή.
Στη νέα μελέτη πήραν μέρος 20 άντρες και γυναίκες με διαβήτη τύπου 2, ηλικίας κατά μέσο όρο 59 ετών, με μέσο ΔΜΣ τα 24.8kg/m2. Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν ένα πρόγραμμα απώλειας βάρους, στο πλαίσιο του οποίου κατανάλωναν 800 θερμίδες την ημέρα για δύο εβδομάδες. Στο δεύτερο στάδιο, που διήρκησε 4 – 6 εβδομάδες, οι συμμετέχοντες διατήρησαν σταθερό το νέο τους βάρος. Ολοκλήρωσαν 3 γύρους αυτού του κύκλου δίαιτας/διατήρησης βάρους έως ότου έχασαν συνολικά το 10-15% του σωματικού τους βάρους.
Στο τέλος της μελέτης, τα αποτελέσματά τους συγκρίθηκαν με αυτά μιας ομάδας ελέγχου 20 ατόμων χωρίς διαβήτη, των οποίων τα χαρακτηριστικά ηλικίας, φύλου και ΔΜΣ ήταν παρόμοια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, 14 από τους 20 συμμετέχοντες (70%) με διαβήτη τύπου 2 αντιμετώπισαν τον διαβήτη. Το ποσοστό αυτό είναι παρόμοιο με τα αποτελέσματα προγενέστερων μελετών σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ανθρώπους με διαβήτη.
Οι συμμετέχοντες έχασαν κατά μέσο όρο 7,7 κιλά (10,7% του αρχικού βάρους). Για τους επόμενους 6 έως 12 μήνες, το βάρος παρέμεινε σταθερό. Ο μέσος ΔΜΣ έπεσε από το 24.8 στο 22.4 και το συνολικό σωματικό λίπος μειώθηκε στο 27.7% από το 32.1% (οι αντίστοιχοι αριθμοί των ατόμων χωρίς διαβήτη ήταν 21.5% και 24.6%). Επιπλέον, εξειδικευμένες μαγνητικές τομογραφίες έδειξαν ότι τα επίπεδα λίπους μέσα στο ήπαρ και το πάγκρεας μειώθηκαν ουσιαστικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι η μέση ποσότητα λίπους στο ήπαρ των συμμετεχόντων δεν θεωρείται αξιοσημείωτη (4,1%), ήταν περίπου τρεις φορές υψηλότερη από ό,τι σε υγιή άτομα ίδιου βάρους, ενώ έπεσε στο 1,4%, δηλαδή κοντά στο υγιές επίπεδο. Επιπροσθέτως, το λίπος στο πάγκρεας σημείωσε πτώση κατά μέσο όρο από 5.8% σε 4.3%, ενώ η δραστηριότητα της παραγωγής ινσουλίνης επέστρεψε στα φυσιολογικά επίπεδα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο διαβήτης τύπου 2 προκαλείται από τους ίδιους παράγοντες, τόσο στους ανθρώπους φυσιολογικού βάρους, όσο και στους υπέρβαρους ή παχύσαρκους. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι γιατροί έτειναν να πιστεύουν ότι ο διαβήτης έχει διαφορετικά αίτια σε όσους έχουν κανονικό βάρος, με αποτέλεσμα να τους χορηγούν απευθείας φάρμακα, χωρίς να δοκιμάζουν τη λύση της απώλειας βάρους. «Αν, όμως, έχαναν περίπου το 10% του βάρους τους, θα είχαν μια πολύ καλή πιθανότητα να απαλλαγούν από τον διαβήτη», λέει ο κύριος ερευνητής της μελέτης, καθηγητής Roy Taylor από το Πανεπιστήμιο του Newcastle.
«Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι οποιοσδήποτε έχει διαβήτη τύπου 2 διαθέτει μεγαλύτερη ποσότητα λίπους απ’ ότι μπορεί ο οργανισμός του να διαχειριστεί. Αυτή η ποσότητα λίπους καθορίζεται από τα γονίδια», υποστηρίζει ο ίδιος.
Καθένας έχει ένα προσωπικό όριο, πέραν του οποίου κινδυνεύει να αναπτύξει διαβήτη.
«Αν αναπτύξετε διαβήτη τύπου 2, έχετε απλώς περισσότερο λίπος στο σώμα σας απ΄ όσο αυτό μπορεί να διαχειριστεί, ακόμη και αν είστε αδύνατοι. Αυτό το υπερβολικό λίπος εμποδίζει τη φυσιολογική λειτουργία του ήπατος και του παγκρέατος. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις μισό γραμμάριο υπερβολικού λίπους στο πάγκρεας είναι αρκετό για να εμποδίσει τη φυσιολογική παραγωγή ινσουλίνης», εξηγεί ο δρ. Taylor.
«Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια συνθήκη που δεν προκαλείται από έναν υπερβολικό ΔΜΣ, αλλά από την αποθήκευση παραπανίσιου λίπους, η ποσότητα του οποίου είναι ξεχωριστή για τον καθένα, στο ήπαρ και το πάγκρεας», καταλήγει.
Διαβάστε ακόμη:
Η επέμβαση που αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη – Ποιοι απειλούνται περισσότερο
Διαβήτης: Δημητριακά και ψάρια «σώζουν» τους ασθενείς – Τι δεν πρέπει να λείπει από το πιάτο τους
Η νόσος που «κλέβει» έως 15 χρόνια ζωής – Οι 3 παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου