Οι μεσήλικες με διαβήτη τύπου 2 έχουν 30% αυξημένο κίνδυνο σοβαρής στένωσης των εγκεφαλικών αρτηριών και άρα εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ ο κίνδυνος είναι διπλάσιος για τα άτομα άνω των 60 ετών, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Diabetologia, που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD).
Με τον επιστημονικό όρο εγκεφαλοαγγειακή νόσος που αφορά σε αρκετές παθήσεις αναφερόμαστε σε μια σειρά παθήσεων που επηρεάζουν τα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου και διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις ισχαιμίες κατά τις οποίες περιορίζεται η ροή του αίματος και τις αιμορραγίες κατά τις οποίες εκδηλώνεται αιμορραγία.
Η εγκεφαλοαγγειακή νόσος και ο διαβήτης τύπου 2 είναι οι συχνότερες διαταραχές σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που τις κατατάσσει μεταξύ της πρώτης δεκάδας των συχνότερων αιτιών θανάτου.
Διαβήτης τύπου 2 και εγκεφαλοαγγειακή νόσος είναι περίπλοκες διαταραχές που σχετίζονται απολύτως με τον τρόπο ζωής. Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως το ενδομήτριο περιβάλλον, το μητρικό κάπνισμα και η οικονομικοκοινωνική κατάσταση κατά την παιδική ηλικία, έχει αποδειχθεί ότι παίζουν ρόλο και στις δύο παθήσεις. Δεδομένα από προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο διαβήτης τύπου 2 είναι ανεξαρτήτως σχετιζόμενος με τον αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλοαγγειακής νόσου, ειδικά ισχαιμικού τύπου.
Η μελέτη, απόρροια της συνεργασίας του Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Σουηδίας και του Ιατρικού Πανεπιστημίου Tianjin της Κίνας, εξέτασε τη σχέση διαβήτη τύπου 2 στη μέση ηλικία και του κινδύνου εκδήλωσης διαφορετικών μορφών εγκεφαλοαγγειακής νόσου μετέπειτα.
Οι ερευνητές επέλεξαν ως δείγμα ζεύγη διδύμων που είχαν εγγραφεί στο εθνικό μητρώο διδύμων της σκανδιναβικής χώρας, το οποίο υπάρχει από τη δεκαετία του 1960. Ο λόγος που επιλέχθηκαν τα δίδυμα ήταν για να διευκρινιστεί αν γενετικοί οι κληρονομικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στον συσχετισμό.
Την περίοδο 1998-2002 τα δίδυμα ήταν άνω των 40 ετών και κλήθηκαν να λάβουν μέρος στο πρόγραμμα SALT, μια διαδικασία πλήρους ιατρικής αξιολόγησης της υγείας τους και συλλογής πληροφοριών μέσω συνεντεύξεων. Στο SALT περιλαμβάνονταν πληροφορίες για την ηλικία, το φύλο και το μορφωτικό επίπεδο, τον τρόπο ζωής (κάπνισμα, αλκοόλ), σωματομετρικά χαρακτηριστικά (ύψος και βάρος), τη γενετική ομοιότητα και τη χρήση φαρμάκων.
Η συχνότητα του διαβήτη τύπου 2 και της εγκεφαλοαγγειακής νόσου έγινε μέσω του Εθνικού Μητρώου Ασθενών της Σουηδίας.
Εν τέλει το δείγμα της μελέτης απαρτιζόταν από 33.086 δίδυμα, εκ των οποίων 14.969 άνδρες και 18.117 γυναίκες. Εξ αυτών, 1.248 (3,8%) είχαν διαβήτη τύπου 2 σε ηλικία 40-59 ετών και 3.121 (9,4%) εγκεφαλοαγγειακή νόσο σε ηλικία 60 ετών ή και άνω.
Οι ερευνητές συνεκτίμησαν πιθανούς συνεισφέροντες παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η μόρφωση, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, το κάπνισμα, το αλκοόλ, η οικογενειακή κατάσταση, η υπέρταση και η καρδιακή νόσος.
Από τη συνδυαστική ανάλυση των δεδομένων ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική σχέση μεταξύ διαβήτη τύπου 2 στη μέση ηλικία και υποαραχνοειδούς ή ενδοκρανιακής (εγκεφαλικής) αιμορραγία μετέπειτα, τα άτομα που είχαν διαβήτη τύπου 2 σε ηλικία 40-59 ετών είχαν διπλάσιο κίνδυνο αρτηριακής στένωσης και 30% μεγαλύτερο κίνδυνο ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε ότι γενετικοί και κληρονομικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες στα αρχικά στάδια της ζωής του ατόμου δεν έπαιζαν ρόλο ως συνεισφέροντες παράγοντες στη σχέση διαβήτη τύπου 2 στη μέση ηλικία και μετέπειτα εγκεφαλοαγγειακής νόσου.
Οι υποκείμενοι μηχανισμοί που διέπουν τον συσχετισμό είναι περίπλοκοι και προς το παρόν όχι πλήρως κατανοητοί. Οι επιστήμονες σημειώνουν πάντως ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 εκδηλώνουν δυσλιπιδαιμία και επιταχυνόμενη αθηρογένεση, δηλαδή λιπώδεις εναποθέσεις στις αρτηρίες. Επίσης, μεταβολικές διαταραχές που χαρακτηρίζουν τον διαβήτη τύπου 2, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης, η φλεγμονή, η αυξημένη εναπόθεση λίπους και τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ενδεχομένως να συντελούν στα εγκεφαλοαγγειακά επεισόδια.
Οι συγγραφείς της μελέτης λένε ότι η αύξηση του αριθμού των ενδοθηλιακών κυττάρων που αποικίζουν τα αιμοφόρα αγγεία και η πάχυνση της μεμβράνης, που προκαλείται από τον διαβήτη τύπου 2, οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο απόφραξης, αλλά όχι ρήξης των αγγείων – ως εκ τούτου αρνητικής σχέσης μεταξύ της πάθησης και της αιμορραγικής εγκεφαλοαγγειακής νόσου και θετικής συσχέτισης με την ισχαιμική εγκεφαλοαγγειακή νόσο.