Τα οφέλη του θηλασμού φαίνεται να εκτείνονται πολύ πέρα από τη μητρότητα, καθώς νέα έρευνα δείχνει ότι μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μιας γυναίκας ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία. Μάλιστα, όσο περισσότερο θηλάζει μια γυναίκα, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος, υποστηρίζει η μελέτη.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν την υγεία των αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, μαζί με το ιστορικό θηλασμού τους. Στην αξιολόγησή τους ενσωμάτωσαν και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία της καρδιάς, όπως το σωματικό βάρος, η ηλικία, τα επίπεδα χοληστερόλης και το κάπνισμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που είχαν θηλάσει είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα τόσο καρδιαγγειακών παθήσεων, όσο και των παραγόντων που συντελούν στην εμφάνισή τους.

Η μείωση αυτή ήταν μεγαλύτερη σε γυναίκες που είχαν θηλάσει για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, σύμφωνα με τη μελέτη που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ενδοκρινολογίας στη Λιόν της Γαλλίας.

«Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων στις γυναίκες. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο μια μελέτη συσχέτισης, γι’αυτό και τώρα σκοπεύουμε να εξετάσουμε τον προσδιορισμό των υποκείμενων αιτίων αυτού του αποτελέσματος», δήλωσε η συγγραφέας Δρ. Ειρήνη Λαμπρινουδάκη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Αν μπορέσουμε να δείξουμε την αιτιώδη συνάφεια για την προστατευτική επίδραση του θηλασμού στην καρδιαγγειακή υγεία των γυναικών, οι μητέρες θα έχουν ακόμα έναν καλό λόγο να θηλάσουν τα βρέφη τους, πέρα από τα ήδη τεκμηριωμένα οφέλη του θηλασμού για τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη υγεία τόσο αυτών όσο και των παιδιών τους», πρόσθεσε στο σχόλιό της η Δρ. Λαμπρινουδάκη.

Προηγούμενες έρευνες, πάντως, έχουν δείξει ότι ο θηλασμός μειώνει επίσης τον κίνδυνο επιλόχειας κατάθλιψης και ορισμένων μορφών καρκίνου στις γυναίκες και μπορεί να βοηθήσει τις μητέρες να διατηρήσουν ένα υγιές σωματικό βάρος και να ρυθμίσουν το σάκχαρό τους.

Τα οφέλη αυτά, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι πιθανό να σχετίζονται με τα υψηλότερα επίπεδα της ορμόνης «προλακτίνη» στις μητέρες που θηλάζουν. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι η προλακτίνη μειώνει τον κίνδυνο διαβήτη, ο οποίος αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, μια από τις κύριες αιτίες θανάτου στις γυναίκες παγκοσμίως.

Οι ερευνητές διερευνούν τώρα τους μοριακούς μηχανισμούς του τρόπου με τον οποίο η προλακτίνη επηρεάζει το σάκχαρο του αίματος. Αυτή η έρευνα θα μπορούσε να αποκαλύψει νέους στόχους για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων για όλους και όχι μόνο για τις γυναίκες που θηλάζουν.