Ένα νέο βιολογικό (μοριακό) μηχανισμό που προκαλεί ρευματοειδή αρθρίτιδα και ο οποίος μπορεί να αποτελέσει μελλοντικό στόχο μιας νέας θεραπευτικής αντιμετώπισης της εν λόγω πάθησης, ανακάλυψαν Έλληνες και ξένοι ερευνητές με επικεφαλής της μελέτης τον καθηγητή Μανώλη Πασπαράκη. Στη μελέτη συμμετείχαν επιστήμονες από το Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ», Έλληνες συνάδελφοί τους από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, καθώς και ξένοι ερευνητές από τα πανεπιστήμια της Γάνδης και του Τόκιο.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια χρόνια και προοδευτικά επιδεινούμενη φλεγμονώδης πάθηση, η οποία πλήττει τις αρθρώσεις του σώματος, προκαλώντας ένα επώδυνο πρήξιμο και, στην πορεία, τη φθορά και την παραμόρφωση των αρθρώσεων. Το 1% έως 2% του πληθυσμού πάσχει από την πάθηση, η οποία επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπεία για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά η εξέλιξη της νόσου μπορεί να επιβραδυνθεί στους περισσότερους ασθενείς με τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Όμως οι μοριακοί μηχανισμοί που προκαλούν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμείνει ακόμη άγνωστοι. Η κατανόηση αυτών των βιολογικών μηχανισμών είναι κρίσιμη και μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών.
Η νέα έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο «Nature Cell Biology», φώτισε λίγο περισσότερο το «παζλ» της πάθησης, δείχνοντας ότι η «ένοχη» φλεγμονώδης αντίδραση του σώματος μπορεί να πυροδοτηθεί από το γεγονός ότι μια κατηγορία κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, τα μακροφάγα, πεθαίνουν εξαιτίας του κυτταρικού θανάτου που προκαλεί φλεγμονή. Οι ερευνητές κατάφεραν να αποτρέψουν την εκδήλωση ρευματοειδούς αρθρίτιδας, μπλοκάροντας τον κυτταρικό θάνατο των μακροφάγων με τη βοήθεια μιας πρωτεΐνης (Α20).
Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει νέους θεραπευτικούς δρόμους για το μέλλον. Αρκετές φαρμακευτικές εταιρείες ήδη αναπτύσσουν νέα φάρμακα που αναστέλλουν τον κυτταρικό θάνατο, πράγμα που ελπίζεται ότι θα βοηθήσει τους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλες φλεγμονώδεις παθήσεις.
Στην ερευνητική ομάδα, από ελληνικής πλευράς, συμμετείχαν ο ακαδημαϊκός Γιώργος Κόλλιας και η Δρ. Μαριέττα Αρμακά του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ», καθώς επίσης ο καθηγητής Μανώλης Πασπαράκης (επικεφαλής της μελέτης) και ο Δρ. Απόστολος Πολυκράτης (πρώτος συγγραφέας της επιστημονικής δημοσίευσης) του Πανεπιστημίου της Κολωνίας.