Η χορήγηση της δραστικής ουσίας σιλδεναφίλη σχετίζεται με σημαντική μείωση κατά 69% του κινδύνου εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Δείτε εδώ τη δημοσιευμένη μελέτη
Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα θεραπευτική επιλογή εναντίον αυτής της ανίατης νευροεκφυλιστικής πάθησης που αποτελεί την κυριότερη αιτία άνοιας στους ηλικιωμένους παγκοσμίως, πλήττοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Η σιλδεναφίλη χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα κυρίως για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας στους άνδρες, καθώς και της πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Φεϊσιόνγκ Τσενγκ του Ινστιτούτου Γονιδιωματικής Ιατρικής της Κλινικής Κλίβελαντ στο Οχάιο, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στοNature Aging, χρησιμοποιώντας μια υπολογιστική μέθοδο, συνδύασαν γενετικά και άλλα βιολογικά στοιχεία για να αποδώσουν καλύτερα τις βιολογικές «υπογραφές» της νόσου Αλτσχάιμερ.
Στη συνέχεια ανέλυσαν πάνω από 1.600 εγκεκριμένα φάρμακα για να βρουν εκείνα που φαίνεται να ταιριάζουν καλύτερα με το βιολογικό-πρωτεϊνικό «προφίλ» της νόσου Αλτσχάιμερ. Κατέληξαν να δώσουν μια από τις υψηλότερες βαθμολογίες στη σιλδεναφίλη, πράγμα που σημαίνει ότι το εν λόγω φάρμακο φαίνεται να έχει δυνατότητες να επιδράσει θετικά στη νόσο.
Σε ένα επόμενο βήμα, οι επιστήμονες ανέλυσαν ιατρικά και ασφαλιστικά αρχεία για περισσότερους από 7 εκατομμύρια ανθρώπους, βρίσκοντας ότι η χορήγηση της σιλδεναφίλης σχετιζόταν με μια σημαντική μείωση κατά 69% στον κίνδυνο διάγνωσης νόσου Αλτσχάιμερ σε βάθος 6ετίας. Η σιλδεναφίλη βρέθηκε να συνδέεται με 55% μικρότερο κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ σε σχέση με την αντιϋπερτασική λοζαρτάνη και κατά 63% σε σχέση με την αντιδιαβητική μετφορμίνη.
Όπως είπε ο Τσενγκ, «βρήκαμε ότι η χρήση σιλδεναφίλης μείωσε την πιθανότητα νόσου Αλτσχάιμερ τόσο στα άτομα με στεφανιαία νόσο, υπέρταση και διαβήτη τύπου 2, που όλες είναι συννοσηρότητες οι οποίες σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ, όσο και στα άτομα χωρίς τέτοιες παθήσεις».
Η συσσώρευση των πρωτεϊνών β-αμυλοειδές και Ταυ στον εγκέφαλο οδηγεί στη δημιουργία παθολογικών πλακών και νευροϊνιδιακών σωρών, δύο χαρακτηριστικών της νόσου Αλτσχάιμερ. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ του β-αμυλοειδούς και της Ταυ συμβάλλει στη νευροεκφύλιση του εγκεφάλου περισσότερο από ό,τι καθένας ξεχωριστά από αυτούς τους δύο παράγοντες. Η σιλδεναφίλη, όπως έχει δείξει η έρευνα σε πειραματόζωα, στοχεύει ακριβώς σε αυτή την αλληλεπίδραση σε μοριακό επίπεδο.
Οι ερευνητές επεσήμαναν την ανάγκη να πραγματοποιηθούν τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo) κλινικές μελέτες και στα δύο φύλα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου κατά της νόσου Αλτσχάιμερ.
Όπως ανέφερε ο Δρ Τσενγκ, επειδή τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν προς το παρόν μόνο μια συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση σιλδεναφίλης και στην μειωμένη πιθανότητα νόσου Αλτσχάιμερ, σχεδιάζεται μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης 2 για να ελέγξει τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος και να επιβεβαιώσει τα κλινικά οφέλη του εν λόγω φαρμάκου στους ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ. Επίσης εξετάζεται η δυνατότητα το φάρμακο να αξιοποιηθεί και σε άλλες νευροεκφυλιστικές παθήσεις όπως η νόσος Πάρκινσον και η πλάγια μυατροφική σκλήρυνση.