Το ταξίδι στην Καραϊβική που πάντα ονειρευόσασταν ετοιμάζεται να το κάνει αντί για σας, ένας πολύ κοντινός σας φίλος; Πιθανόν να ζηλεύετε και είναι λογικό, πότε όμως αυτή η ζήλια θα φτάσει στο ζενίθ και πότε θα αρχίσει να καταλαγιάζει;

Ζηλεύουμε περισσότερο κάποιον πριν βιώσει μία εμπειρία παρά αφότου αυτή έχει βιωθεί και είναι πλέον παρελθόν. Αυτό δείχνει έρευνα επιστημόνων του Πανεπιστημίου του Σικάγο που δημοσιεύθηκε στο Association for Psychological Science.

Στην πρώτη μελέτη, 620 συμμετέχοντες κάθε ηλικίας απάντησαν στις ερωτήσεις των ερευνητών.

Από τους εθελοντές ζητήθηκε να φανταστούν ότι ένας κοντινός φίλος τους αποκτά κάτι που επιθυμούσαν πολύ οι ίδιοι όπως, οι διακοπές των ονείρων τους, προαγωγή στην ιδανική δουλειά ή η αγορά του αυτοκινήτου που ήθελαν περισσότερο.

Από τη μία ομάδα συμμετεχόντων ζητήθηκε να φανταστούν πώς θα ένιωθαν πριν το αντικείμενο της ζήλιας τους γίνει πραγματικότητα, ενώ στους υπόλοιπους πώς θα ένιωθαν λίγες μέρες ή βδομάδες μετά.

Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η χρονική συγκυρία, ακόμα και στα υποθετικά σενάρια έπαιζε ρόλο. Οι συμμετέχοντες που φαντάστηκαν πως το γεγονός είχε ήδη γίνει, ζήλευαν λιγότερο συγκριτικά με αυτούς που το «έβλεπαν να έρχεται».

Θέλοντας να διαπιστώσει κατά πόσο οι άνθρωποι αντιδρούν με τα ίδια πρότυπα και στον πραγματικό κόσμο ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ. O’Brien, και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν τη ζήλια που ένιωθε μια ομάδα ανθρώπων για το ραντεβού που θα έβγαινε κάποιος οικείος τους τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου.

Οι εθελοντές αξιολογούσαν τη ζήλια τους για κάθε μέρα του Φεβρουαρίου του 2017. Όπως και στην πρώτη μελέτη έτσι και στη δεύτερη το αίσθημα της ζήλιας αυξανόταν όσο πλησίαζε ημέρα του συμβάντος (στην προκειμένη η 14η Φεβρουαρίου), αλλά μειώθηκε κατά πολύ στις 15 Φεβρουαρίου και έμεινε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα για το υπόλοιπο του μήνα.

Οι ερευνητές επανέλαβαν αυτό το πρότυπο έρευνας και τον Φεβρουάριο του 2018 με μία νέα ομάδα συμμετεχόντων παρατηρώντας τη ζήλια κατά τις τρεις πιο σημαντικές μέρες. Τις 13, τις 14 και τις 15 Φεβρουαρίου.

Διαπιστώθηκε λοιπόν πως από τις 13 στις 14 Φεβρουαρίου τα επίπεδα είχαν αυξηθεί, αλλά παρουσίασαν σημαντική πτώση στις 15 Φεβρουαρίου.

Άκρως ενδιαφέρον ήταν και το πώς το χρονικό πλαίσιο επηρέαζε το αν η ζήλια θα ήταν καλοπροαίρετη ή κακοπροαίρετη καθώς και ποια άλλα συναισθήματα ξυπνούσε στον συμμετέχοντα.

Οι συμμετέχοντες που φαντάστηκαν πώς θα αισθάνονταν τις μέρες και τις βδομάδες μετά από το συμβάν ανέφεραν λιγότερη κακοπροαίρετη ζήλια, εκνευρισμό, απέχθεια και κακία, συγκριτικά με εκείνους οι οποίοι φαντάστηκαν τα συναισθήματά τους τις μέρες πριν το γεγονός.

«Η προηγούμενη έρευνα δείχνει ομοιόμορφα ότι τα επικείμενα γεγονότα προκαλούν πιο ακραίες αντιδράσεις», δήλωσε ο O’Brien. «Φαίνεται όμως επίσης ότι η πάροδος του χρόνου ενδέχεται να συσχετίζεται με μείωση της έντασης των αρνητικών συναισθημάτων.

Γνωρίζοντας τα συναισθήματά μας είναι πιθανό να μπορέσουμε να τα ελέγξουμε ευκολότερα, προσθέτουν οι ερευνητές.

Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η αυξανόμενη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνει την κοινωνική σύγκριση, ακόμη και με ανθρώπους που δεν θα συναντήσουμε ποτέ αλλά μαθαίνουμε για τη ζωή τους, το τι έκαναν ή το τι θα κάνουν.

«Περισσότερα από 500 εκατομμύρια ανθρώπων αλληλεπιδρούν καθημερινά στα social media, όπως το Facebook, όπου «τίθενται αντιμέτωποι» με τις καλύτερες στιγμές της ζωής άλλων ανθρώπων. Αυτό υπονομεύει την ευεξία των χρηστών», γράφουν οι ερευνητές.

Το πότε θα μοιραστεί κάποιος μια πληροφορία ενδέχεται να έχει σημαντικό ρόλο στην επίδραση που θα προκαλέσει. «Ένα στάτους “Όλα είναι έτοιμα για το ταξίδι” έχει περισσότερη επιρροή συγκριτικά με το «Μόλις γυρίσαμε από το ταξίδι»

Οι ερευνητές ελπίζουν να επεκτείνουν αυτή την έρευνα σε περιβάλλοντα αληθινής ζωής συμπεριλαμβάνοντας τα κοινωνικά δίκτυα και να εξετάσουν περισσότερο τις διαφορές μεταξύ της καλοπροαίρετης και της κακής πλευράς της ζήλιας.