Μια νέα μελέτη δείχνει ότι ένας μεγάλος αριθμός ασθενών που λαμβάνουν στατίνες ενδεχομένως να χρειάζεται πιο «επιθετική» θεραπεία ώστε να επιτευχθεί μείωση της συχνότητας των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Όπως είναι γνωστό, τα υψηλά επίπεδα χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL-C), ευρύτερα γνωστής ως «κακή» χοληστερόλη, σχετίζονται με καρδιαγγειακές παθήσεις.
Στη νέα έρευνα που έγινε στην Ιντιάνα των ΗΠΑ και δημοσίευσε το Journal of Managed Care & Specialty Pharmacy, αναδεικνύεται ότι το 1/3 των ανθρώπων δεν πετυχαίνουν ασφαλή επίπεδα LDL-C, παρά τη φαρμακευτική αγωγή με στατίνες.
Για την πραγματοποίηση της έρευνας, συνεργάστηκαν μεταξύ άλλων επιστήμονες από το Ινστιτούτο Regenstrief, την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, στοχεύοντας στον προσδιορισμό του αριθμού των ασθενών που λαμβάνουν στατίνες και επιτυγχάνουν το θεραπευτικό κατώτατο όριο της LDL-C, στην εκτίμηση του αριθμού των πιθανών περιστατικών καρδιαγγειακής νόσου που μπορούν να αποφευχθούν εάν επιτευχθεί αυτό το όριο και στην πρόβλεψη πιθανής εξοικονόμησης κόστους υγειονομικής περίθαλψης.
Η επιστημονική ομάδα εξέτασε ηλεκτρονικά αρχεία υγείας 86.000 ασθενών από την Ιντιάνα οι οποίοι είχαν αρχίσει να λαμβάνουν στατίνες. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι το 33,7% αυτών των ανθρώπων δεν έφθασε τα θεραπευτικά επίπεδα LDL-C (<100 mg ανά dL) μετά από έξι έως 18 μήνες θεραπείας. Επιπλέον, σε μια υποομάδα υψηλού κινδύνου, το 58% δεν έφτασε το αυστηρότερο όριο των <70 mg ανά dL της LDL-C που συνήθως τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν στατίνες τακτικά και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, το 24% του συνολικού πληθυσμού και το 51% της υποομάδας υψηλού κινδύνου δεν πέτυχαν τα αντίστοιχα όρια.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μείωση των επιπέδων της LDL-C στην υποομάδα που ήταν πάνω από το όριο θα μπορούσε να αποτρέψει 1.173 νέα περιστατικά καρδιαγγειακών νοσημάτων. Συμπεραίνουν, επίσης, ότι εάν οι ασθενείς αυτοί είχαν λάβει τις απαραίτητες θεραπείες για να μειώσουν τα επίπεδα «κακής» χοληστερόλης στο συνιστώμενο κατώτατο όριο, ο μειωμένος κίνδυνος θα εξοικονομούσε περίπου 1.455 δολάρια ανά άτομο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η μελέτη θεωρείται μοναδική στο είδος της, καθώς οι ερευνητές ήταν σε θέση να αναλύσουν τους ιατρικούς φακέλους ασθενών από ολόκληρη την Πολιτεία της Ιντιάνα. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα είναι αντιπροσωπευτικά του γενικού πληθυσμού και μπορεί να έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία από τις μελέτες που διεξάγονται με ασθενείς ενός αυτόνομου συστήματος υγείας.
Τέλος, η μελέτη αυτή παρέχει στοιχεία τόσο στους οργανισμούς ασφάλισης υγείας όσο και στους γιατρούς για το ότι υπάρχουν ευκαιρίες για βελτίωση της φροντίδας και μείωση του κόστους θεραπείας των καρδιαγγειακών συμβαμάτων με πιο επιθετική θεραπεία για την κακή χοληστερόλη.