Στη δημοσιότητα δόθηκαν τα αποτελέσματα από τη Μελέτη Φάσης 3β NOVA, η οποία αξιολογεί τη χορήγηση του natalizumab κάθε 6 εβδομάδες στην Υποτροπιάζουσα-Διαλείπουσα Πολλαπλή Σκλήρυνση.
Η διετής προοπτική, τυχαιοποιημένη, παρεμβατική, ελεγχόμενη, ανοιχτού σχεδιασμού μελέτη Φάσης 3β NOVA σχεδιάστηκε για να εκτιμήσει μια πιθανή διαφορά ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της ενδοφλέβιας (ΕΦ) χορήγησης ναταλιζουμάμπης (natalizumab) 300 mg κάθε έξι εβδομάδες (Q6W) και την αποτελεσματικότητα της εγκεκριμένης δόσης κάθε τέσσερις εβδομάδες (Q4W) σε άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με τη natalizumab (n=499) για την υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (MS) μετά από σταθεροποίηση της νόσου για τουλάχιστον ένα έτος στο δοσολογικό σχήμα ενδοφλέβιας χορήγησης κάθε τέσσερις εβδομάδες.
Το κύριο τελικό σημείο κατέδειξε μια αριθμητική διαφορά μεταξύ του μέσου αριθμού νέων ή προσφάτως διευρυμένων υπέρπυκνων βλαβών στις T2 ακολουθίες την εβδομάδα 72, της τάξης του 0,05 (Q4W) και του 0,20 (Q6W) (p=0,0755), η οποία με βάση τα πλήρη αποτελέσματα της μελέτης δεν είναι κλινικά σημαντική. Η αριθμητική αυτή διαφορά οφειλόταν σε έναν υψηλό αριθμό βλαβών σε δύο συμμετέχοντες στο σκέλος χορήγησης Q6W. Ένας ασθενής ανέπτυξε βλάβες τρεις μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας και ένας δεύτερος ασθενής ανέπτυξε ασυμπτωματική προϊούσα πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια (PML), μια σπάνια αλλά σοβαρή λοίμωξη του εγκεφάλου. Η αναλογία των ασθενών που ανέπτυξαν νέες ή προσφάτως διευρυμένες βλάβες στις Τ2 ακολουθίες σε κάθε σκέλος ήταν 4,1% (Q4W) και 4,3% (Q6W).
Δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές ή κλινικά σημαντικές διαφορές ως προς τα δευτερεύοντα τελικά σημεία την εβδομάδα 72 μεταξύ των σκελών θεραπείας χορήγησης Q4W και Q6W, και η ενεργότητα της νόσου ήταν καλά ελεγχόμενη και στα δύο σκέλη:
• ο ετησιοποιημένος ρυθμός υποτροπών ήταν χαμηλός [0,00010 (Q4W) και 0,00013 (Q6W)], με το 97,9% των ασθενών στο σκέλος χορήγησης Q4W να παραμένουν χωρίς υποτροπή σε σύγκριση με το 97,2% των ασθενών στο σκέλος χορήγησης Q6W.
• Η αναλογία των ασθενών που ανέπτυξαν υπόπυκνες βλάβες στις Τ1 ακολουθίες σε κάθε σκέλος ήταν 1,1% (Q4W) και 1,4% (Q6W).
• Και στα δύο σκέλη 0,5% των συμμετεχόντων εμφάνισαν βλάβες ενισχυμένες με γαδολίνιο (Gd) στις Τ1 ακολουθίες.
Η μελέτη NOVA σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της ενδοφλέβιας χορήγησης του natalizumab Q6W μετά τις αναλύσεις από το Πρόγραμμα Συνταγογράφησης TOUCH, το οποίο κατέδειξε ότι το εκτεταμένο μεσοδιάστημα χορήγησης σχετίστηκε με σημαντική μείωση της πιθανότητας εμφάνισης PML. Μια πρόσφατη ανάλυση των δεδομένων του προγράμματος TOUCH κατέδειξε ότι ένα μέσο δοσολογικό σχήμα χορηγούμενο κάθε έξι εβδομάδες σχετίζεται με μείωση της πιθανότητας εμφάνισης PML κατά 88% (αναλογία κινδύνου: 0,118, p<0,0001) σε σύγκριση με την εγκεκριμένη δόση κάθε τέσσερις εβδομάδες.
Τα ευρήματα ασφάλειας της μελέτης NOVA συνάδουν με το γνωστό προφίλ ασφάλειας του ενδοφλεβίως χορηγούμενου natalizumab, ενώ η επίπτωση ανεπιθύμητων συμβάντων και σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο σκελών θεραπείας. Η καταγραφή μίας ασυμπτωματικής PML στο σκέλος Q6W σε ασθενή υψηλού κινδύνου με βάση τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου (δείκτης αντισωμάτων κατά του JCV >1,5 και >2 έτη θεραπείας με το natalizumab), υπογραμμίζει τη σημαντικότητα της παρακολούθησης για PML και των παραγόντων κινδύνου σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με natalizumab.
Η πλήρης ανάλυση των δεδομένων της μελέτης βρίσκεται σε εξέλιξη και τα λεπτομερή αποτελέσματα θα κοινοποιηθούν σε κάποια μελλοντική επιστημονική συνάντηση.
Το natalizumab είναι μια καλά εδραιωμένη θεραπεία που ενδείκνυται για τις υποτροπιάζουσες μορφές της πολλαπλής σκλήρυνσης (ΠΣ) σε ενήλικες και η οποία έχει αποδειχθεί σε κλινικές δοκιμές ότι επιβραδύνει την εξέλιξη της σωματικής αναπηρίας, μειώνει τον σχηματισμό νέων εγκεφαλικών βλαβών και περιορίζει τις υποτροπές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το natalizumab ενδείκνυται ως μονοθεραπεία για την αντιμετώπιση ασθενών με υποτροπιάζουσες μορφές ΠΣ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδείκνυται ως τροποποιητική της νόσου μονοθεραπεία (DMT) σε ενήλικες με ιδιαίτερα ενεργή υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (ΥΔΠΣ), για ασθενείς με ιδιαίτερα υψηλή ενεργότητα της νόσου παρά τη λήψη ενός πλήρους και επαρκούς σχήματος με τουλάχιστον μία τροποποιητική της νόσου θεραπεία ή για ασθενείς με ραγδαίως εξελισσόμενη σοβαρή ΥΔΠΣ. Είναι εγκεκριμένο σε περισσότερες από 80 χώρες, ενώ περίπου 220.000 άτομα παγκοσμίως έχουν λάβει θεραπεία με το natalizumab, με περισσότερα από 880.000 ασθενο-έτη εμπειρίας με βάση τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές και τη συνταγογράφηση.
Το natalizumab αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης προϊούσας πολυεστιακής λευκοεγκεφαλοπάθειας (PML), η οποία είναι μια σπάνια ευκαιριακή ιογενής λοίμωξη του εγκεφάλου που έχει σχετιστεί με θάνατο ή σοβαρή αναπηρία. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης PML είναι η παρουσία αντισωμάτων κατά του JCV, η προηγούμενη χρήση ανοσοκατασταλτικών και η μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας με το natalizumab. Οι ασθενείς που έχουν και τους τρεις παράγοντες κινδύνου διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης PML. Κατά την έναρξη και τη συνέχιση της θεραπείας με το natalizumab, οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσον το αναμενόμενο όφελος από το natalizumab επαρκεί για να αντισταθμίσει αυτόν τον κίνδυνο.
Το natalizumab αυξάνει επίσης τον κίνδυνο ανάπτυξης εγκεφαλίτιδας και μηνιγγίτιδας που προκαλούνται από τον ιό του απλού έρπητα και τον ιό της ανεμοβλογιάς/έρπητα ζωστήρα, ενώ σοβαρά, απειλητικά για τη ζωή και ορισμένες φορές θανατηφόρα περιστατικά έχουν αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, σε ασθενείς με ΠΣ που λάμβαναν το natalizumab. Κλινικά σημαντική ηπατική βλάβη, συμπεριλαμβανομένης της οξείας ηπατικής ανεπάρκειας που απαιτεί μεταμόσχευση, έχει επίσης αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά. Άλλα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα που έχουν εμφανιστεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με το natalizumab περιλαμβάνουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλαξία) και λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριακών λοιμώξεων, καθώς και μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων.