Σύμφωνα με νεότερα δεδομένα από τη μελέτη PIONEER-HF η έναρξη χορήγησης του συμπλόκου σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια (κλάσης II-IV κατά την Καρδιολογική Εταιρεία Νέας Υόρκης [NYHA]) και μειωμένο κλάσμα εξώθησης που έχουν σταθεροποιηθεί έπειτα από επεισόδιο οξείας απορρύθμισης ενδέχεται να αποτρέπει επακόλουθα σοβαρά σύνθετα κλινικά συμβάματα.

Το σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης είναι ένα συνταγογραφούμενο φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη μείωση του κινδύνου από καρδιαγγειακά αίτια και νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας σε ανθρώπους με ορισμένους τύπους χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας. Χορηγείται δις ημερησίως συνήθως σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες για την καρδιακή ανεπάρκεια, αντικαθιστώντας έναν αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ACE) ή άλλον αποκλειστή των υποδοχέων της αγγειοτασίνης (ARB). Μειώνει την πίεση που ασκείται στην καρδιά που δεν λειτουργεί σωστά. Αυτό το πετυχαίνει ενισχύοντας τα επωφελή νευροορμονικά συστήματα (σύστημα νατριουρητικών πεπτιδίων) και αναστέλλοντας ταυτόχρονο τις επιβλαβείς επιδράσεις της υπερ-ενεργοποίησης του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS).

Από τους 881 ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια που πήραν μέρος στην PIONEER-HF, 832 (94%) συνέχισαν στη μελέτη ανοικτής επισήμανσης 4 εβδομάδων μετά την αρχική περίοδο 8 εβδομάδων της μελέτης, από τους οποίους 415 (50%) πραγματοποίησαν εναλλαγή από την εναλαπρίλη στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης και 417 (50%) συνέχισαν να λαμβάνουν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης την περίοδο της παράτασης ανοικτής επισήμανσης. Όλοι οι ασθενείς είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο για οξεία μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια (ADHF) και ξεκίνησαν να λαμβάνουν το φάρμακο της μελέτης έπειτα από τη σταθεροποίηση, ενώ νοσηλεύονταν ακόμα. Οι στόχοι ήταν η περιγραφή των μεταβολών του NT-proBNP από το τυχαιοποιημένο θεραπευτικό σκέλος και η συλλογή περαιτέρω κλινικών δεδομένων ασφαλείας και διερεύνησης και στις δύο ομάδες.

Η μεταβολή του NT-proBNP από την εβδομάδα 8 έως την εβδομάδα 12 ήταν -18,5%, (95% CI: -11,8, -24,7) στους ασθενείς που λάμβαναν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου μελέτης 8 εβδομάδων και παρέμειναν στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για την παράταση 4 εβδομάδων, και -35,8% (95% CI: -30,6, -40,67) στους ασθενείς που είχαν λάβει εναλαπρίλη κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου μελέτης 8 εβδομάδων και στη συνέχεια πραγματοποίησαν εναλλαγή στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για 4 εβδομάδες. Στη διπλά τυφλή περίοδο 8 εβδομάδων από την έναρξη έως τις εβδομάδες 4 και 8, το χρονικά σταθμισμένο ποσοστό μεταβολής ήταν 0,71 (95% CI: 0,63, 0.81· p<0.001) στην ομάδα που έλαβε αγωγή με σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης σε σύγκριση με την ομάδα που έλαβε αγωγή με εναλαπρίλη. Οι αναλύσεις ασφάλειας και ανεκτικότητας έδειξαν κατά τη διάρκεια των εβδομάδων 8-12: Παρόμοια επίπεδα συμπτωματικής υπότασης και στα δύο σκέλη: 2,9% για τους ασθενείς που έλαβαν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις πρώτες 8 εβδομάδες και συνέχισαν στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες σε σύγκριση με 3,9% για τους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στην εναλαπρίλη και στη συνέχεια πραγματοποίησαν εναλλαγή στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες (RR 0,75· 95% CI:0.36, 1,56).1 Η υπερκαλιαιμία ήταν συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων: 2,4% για τους ασθενείς που έλαβαν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις πρώτες 8 εβδομάδες και συνέχισαν στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες σε σύγκριση με 4,1% για τους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στην εναλαπρίλη και στη συνέχεια πραγματοποίησαν εναλλαγή στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες (RR: 0,59· 95% CI: 0,27, 1,26)1 Η επιδεινούμενη νεφρική λειτουργία ήταν συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων: 8,6% για τους ασθενείς που έλαβαν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις πρώτες 8 εβδομάδες και συνέχισαν στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες σε σύγκριση με 9,6% για τους ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στην εναλαπρίλη και στη συνέχεια πραγματοποίησαν εναλλαγή στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τις τελευταίες 4 εβδομάδες (RR: 0,89· 95% CI: 0,58, 1,37). Δεν υπήρξαν πρόσθετα συμβάντα αγγειοοιδήματος σε οποιοδήποτε σκέλος. 56,8% των ασθενών στη μελέτη λάμβαναν την υψηλότερη εγκεκριμένη δόση συμπλόκου σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης και 75,2% τουλάχιστον τη μέση δόση που συνιστάται στο φύλλο οδηγιών χρήσης στο διάστημα των 12 εβδομάδων. Κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων, υπήρξε μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 34% (95% CI: 0,47, 0,93) ως προς το καταληκτικό σημείο των σοβαρών κλινικών σύνθετων συμβαμάτων στους ασθενείς που έλαβαν αρχικά και συνέχισαν να λαμβάνουν σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης σε σύγκριση με τους ασθενείς εκείνους που ξεκίνησαν με εναλαπρίλη και πραγματοποίησαν στη συνέχεια εναλλαγή στο σύμπλοκο σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης για τη φάση ανοικτής επισήμανσης 4 εβδομάδων. Η απόλυτη μείωση του κινδύνου ήταν 5,64%. Κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου 8 εβδομάδων, έγινε γνωστό ότι η μείωση στο καταληκτικό σημείο των σοβαρών κλινικών σύνθετων συμβαμάτων καθοδηγήθηκε από τη μείωση της νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας και θανάτου. «Γνωρίζουμε τώρα ότι η έναρξη χορήγησης του συμπλόκου σακουμπιτρίλης/βαλσαρτάνης στο νοσοκομείο, αντί να περιμένουμε για την εναλλαγή μετά το εξιτήριο, μπορεί να βελτιώσει τις εκβάσεις και να διατηρήσει έναν ιδιαιτέρως ευάλωτο πληθυσμό ασθενών εκτός του νοσοκομείου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», δήλωσε ο Eugene Braunwald, MD, Ιδρυτικό Μέλος και Πρόεδρος του TIMI Study Group, Νοσοκομείο Brigham & Women’s, Διακεκριμένος Καθηγητής Ιατρικής της έδρας Hershey στην Ιατρική Σχολή του Harvard, και Πρόεδρος στην PIONEER-HF.