Έρευνες σε περισσότερες από 7.000 οικογένειες διαπίστωσαν ότι απλές μετρήσεις όπως η ανάπτυξη του μωρού, το βάρος του και η υγεία των γονέων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν εάν ένα παιδί θα καταλήξει υπέρβαρο.

Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το εργαλείο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των μωρών και των μικρών παιδιών που διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης προβλημάτων σχετικών με το βάρος, αλλά και για την αφύπνιση των γονέων ώστε να αναλάβουν δράση προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες θα μπορούσαν να εντοπιστούν ακόμα και πριν γεννηθεί ένα μωρό.

Συγκεκριμένα, η ολλανδική έρευνα, που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία στη Γλασκώβη, μελέτησε δεδομένα από 7.810 παιδιά ηλικίας μεταξύ 10 και 12 ετών, εντοπίζοντας 12 σημαντικούς παράγοντες κινδύνου οι οποίοι μπορούσαν να προβλέψουν την πιθανότητα το μωρό να καταλήξει υπέρβαρο, με ακρίβεια έως και 70%.

Οι σημαντικότεροι παράγοντες ήταν αν η μητέρα πάσχει από διαβήτη και αν οι γονείς καπνίζουν. Άλλοι βασικοί παράγοντες σχετίζονταν το βάρος της μητέρας και του πατέρα, το βάρος γέννησης του παιδιού και την ανάπτυξή του κατά τους πρώτους έξι μήνες ζωής του.

Σημαντική διαπίστωση της μελέτης ήταν, επίσης, ότι τα παιδιά που λάμβαναν καθημερινή φροντίδα στους πρώτους μήνες της ζωής τους είχαν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα βρέφη αυτά ενδέχεται να έχουν καλύτερες συνθήκες ζωής στην καθημερινότητά τους και είναι λιγότερο πιθανό να ταΐζονται περισσότερο από όσα χρειάζεται.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι το μοντέλο χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, αλλά καλό θα είναι να χρησιμοποιείται για να προειδοποιεί τους γονείς να κάνουν βήματα για να αποτρέψουν την υπερβολική αύξηση του βάρους του παιδιού τους.

«Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, καθώς σε αυτή τη νεαρή ηλικία μπορούμε πράγματι να κάνουμε τη διαφορά. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή όλα να φαίνονται καλά και να μην υπάρχει κάτι ανησυχητικό στην υγεία του παιδιού, αλλά κοιτάζοντας αυτούς τους προγνωστικούς παράγοντες μπορεί να αποδειχθεί ότι το βρέφος διατρέχει αυξημένο κίνδυνο και να πρέπει να συζητηθούν τρόποι διατροφής, συμπεριφοράς ή άσκησης», ανέφερε η καθηγήτρια Tanja Vrijkotte από το Ιατρικό Κέντρο του Άμστερνταμ.

Η Δρ. Vrijkotte δήλωσε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατά της παχυσαρκίας που επικεντρώνονται στα παιδιά σχολικής ηλικίας έρχονται με αρκετή καθυστέρηση για να μπορέσουν να κάνουν τη διαφορά.

«Πρέπει να κινούμαστε πολύ νωρίτερα. Η εκμάθηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής ξεκινά από τη γέννηση ή ακόμη και από την εγκυμοσύνη. Οι περισσότεροι από τους παράγοντες υπάρχουν ήδη όταν ένα μωρό γεννιέται και κατά τη γέννηση οι προγνωστικοί παράγοντες είναι πραγματικά ισχυροί», κατέληξε.