Οι άνθρωποι που παρουσιάζουν μικρή αλλά μετρήσιμη επιδείνωση της αναπνευστικής τους λειτουργίας είναι πιο  πιθανό να κινδυνεύσουν από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαικής Πνευμονολογικής Εταιρίας.

Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος προκαλείται από μια ξαφνική καρδιακή δυσλειτουργία όπως η αρρυθμία και σε πολλούς ασθενείς δεν υπάρχουν πρόδρομα προειδοποιητικά συμπτώματα. Εκτιμάται ότι ευθύνεται για το 20% του συνόλου των θανάτων στην Ευρώπη.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα βοηθήσουν στον εντοπισμό των ατόμων που κινδυνεύουν από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και στην πρόληψη αυτών των θανάτων στο μέλλον.

Στο συνέδριο την έρευνα παρουσίασε η Δρ Suneela Zaigham ερευνήτρια στο Τμήμα Κλινικών Επιστημών – Καρδιαγγειακής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Lund της Σουηδίας.Όπως ανέφερε η επιστήμονας σκοπός της έρευνάς τους ήταν να διαπιστώσουν αν υπήρχαν μετρήσιμες διαφορές στην αναπνευστική λειτουργία που μπορούν να χρησιμεύσουν ως δείκτες κινδύνου αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.

Στη μελέτη συμμετείχαν 28.584 μεσήλικες χωρίς γνωστά καρδιακά προβλήματα που ζουσαν στο Malmö. Υποβλήθηκαν σε σπιρομετρήσεις και για τα επόμενα 40 χρόνια οι ερευνητές κατέγραψαν όλες περιπτώσεις καρδιαγγειακών συμβαμάτων θανατηφόρων και μη (στα μη θανατηφόρα οι ασθενείς επιβίωσαν 24 ώρες μετά το επεισόδιο).

Διαπίστωσαν ότι η μετρήσιμα μειωμένη πνευμονική λειτουργία σε άτομα μέσης ηλικίας (μία απόκλιση στην ποσότητα αέρα που θα μπορούσαν να φυσήξουν σε ένα δευτερόλεπτο, που ισοδυναμεί με περίπου 0,8 λίτρα αέρα) σχετίζεται πιο έντονα με τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο (αύξηση κινδύνου κατά 23%) παρά με ένα μη θανατηφόρο στεφανιαίο επεισόδιο (αύξηση κινδύνου κατά 8%) μετέπειτα στη ζωή του ασθενούς.

Το κάπνισμα είναι γνωστό  ότι επηρεάζει τόσο στην αναπνευστική όσο και την καρδιακή υγεία, ωστόσο ο κίνδυνος παρέμενε υψηλός ακόμη και για τους μη καπνιστές.

Η Δρ Zaigham επισημαίνει ότι τα ευρήματα της έρευνάς τους αποκαλύπτουν ότι ο έλεγχος της αναπνευστικής λειτουργίας στη μέση ηλικία θα μπορούσε να οδηγήσει στον εντοπισμό όσων είναι υψηλού κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο, γεγονός που θα μπορούσε να διευκολύνει την πρόληψη αυτού του κινδύνου.

Στα μειονεκτήματα της έρευνας ανήκει το γεγονός ότι όλα τα τεστ και τα ερωτηματολόγια διεξήχθησαν στην αρχή της μελέτης  και πολλοί παράγοντες κινδύνου θα μπορούσαν να έχουν τροποποιηθεί στα επόμενα χρόνια.

Το ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας ωστόσο είναι ότι εντόπισε υψηλότερο κινδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε άτομα με μειωμένη αναπνευστική λειτουργία μεν, αλλά εντός των φυσιολογικών ορίων. Ενδεχομένως αυτό να σημαίνει σύμφωνα με τους ειδικούς, ότι η μέτρηση της αναπνευστικής λειτουργίας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως διαγνωστικό εργαλείο για την καρδιακή λειτουργία.

Απαιτούνται φυσικά περισσότερες μελέτες για την διερεύνηση αυτού του συσχετισμού και για την μελλοντική ένταξη της εξέτασης αναπνευστικής λειτουργίας στον συνήθη καρδιολογικό έλεγχο. Επιπρόσθετα οι ερευνητές θέλουν να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της πνευμονικής λειτουργίας και του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου για να διαπιστώσουν το ρόλο που παίζουν οι καρδιακές ανωμαλίες, οι μεταβολές της αρτηριακής πίεσης ή η γενετική προδιάθεση στη μείωση της πνευμονικής λειτουργίας.

Διαβάστε επίσης

Πνεύμονες: Ο συνδυασμός που επιβαρύνει σημαντικά το αναπνευστικό σύστημα

Πνεύμονες: Τα δημοφιλή συστατικά που μειώνουν τις λοιμώξεις του αναπνευστικού