Σε μείωση της χωρίς λόγο λήψης αντιβιοτικών σκευασμάτων συνιστάται να προβούν οι ασθενείς σύμφωνα με νέα δεδομένα που υποστηρίζουν ότι αυτά τα φάρμακα ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου στο παχύ έντερο, ιδιαίτερα για τους κάτω των 50 ετών.
Τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στο Παγκόσμιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO) για τον καρκίνο του γαστρεντερικού συστήματος εγείρουν νέες ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο της εκτιμώμενης αύξησης κατά 65% της παγκόσμιας κατανάλωσης αντιβιοτικών για το διάστημα 2000 – 2015, παρά το γεγονός ότι δεν έχει επί του παρόντος τεκμηριωθεί σχέση αιτίου και αποτελέσματος.
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσίασε η ερευνήτρια Sarah Perrott από το Τμήμα Εφαρμοσμένης Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Aberdeen και όπως σχολίασε πρόκειται για την πρώτη έρευνα που συσχετίζει την λήψη αντιβιοτικών με τον αυξανόμενο κίνδυνο της πρώιμης έναρξης καρκίνου του παχέος εντέρου – μια νόσο που αυξάνεται με ρυθμό τουλάχιστον 3% κατ’ έτος τις δυο τελευταίες δεκαετίες.
«Το πρόχειρο φαγητό, τα σακχαρούχα ποτά, η παχυσαρκία και το αλκοόλ πιθανολογείται ότι παίζουν ρόλο σε αυτή την αύξηση, αλλά τα δεδομένα μας υπογραμμίζουν την σημασία της αποφυγής της περιττής λήψης αντιβιοτικών ιδιαίτερα σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες» δήλωσε η Δρ Perrott.
Στο πλαίσιο της έρευνας οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια βάση δεδομένων δυο εκατομμυρίων ατόμων από την Σκωτία από την οποία εξέτασαν 8000 άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου και τα αντιπαρέβαλαν με άτομα χωρίς καρκίνο του παχέος εντέρου.
Διαπιστώθηκε ότι η χρήση αντιβιοτικών σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου σε όλες τις ηλικίες, αλλά ο κίνδυνος ήταν κατά 50% αυξημένος στους κάτω των 50 ετών, συγκριτικά με το 9% για τους άνω των 50 ετών.
Στη νεότερη ηλικιακά ομάδα η χρήση αντιβιοτικών συνδέθηκε με την εμφάνιση καρκίνου στο πρώτο τμήμα του παχέος εντέρου, το δεξί ( το τυφλό, το ανιόν και το πρώτο ήμισυ του εγκαρσίου κόλου αποτελούν το δεξιό τμήμα του παχέος εντέρου). Οι κινολόνες και οι σουλφοναμίδες / τριμεθοπρίμη, που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος λοιμώξεων, συσχετίστηκαν με αυτούς τους καρκίνους στη δεξιά πλευρά.
Η Δρ Leslie Samuel, από το Βασιλικό Νοσοκομείο του Aberdeen στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, εξήγησε ότι το περιεχόμενο της δεξιάς πλευράς του παχέος εντέρου είναι πιο υδαρές και ότι το μικροβίωμα της περιοχής, μπορεί να διαφέρει από εκείνο στο υπόλοιπο παχύ έντερο.
Το επόμενο βήμα των ερευνητών είναι να διαπιστώσουν αν υπάρχει σχέση μεταξύ της ληψης αντιβιοτικών και των αλλαγών στο μικροβίωμα που μπορεί να καταστήσουν το παχύ έντερο πιο επιρρεπές στην καρκινογένεση, ιδίως στους νέους. «Είναι μια περίπλοκη κατάσταση, καθώς γνωρίζουμε ότι το μικροβίωμα μπορεί γρήγορα να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση, ακόμη και μετά τον «καθαρισμό» λόγου χάρη για μια κολονοσκόπηση. Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν τα αντιβιοτικά μπορούν να τροποποιήσουν το μικροβίωμα έτσι ώστε να συμβάλουν είτε άμεσα είτε έμμεσα στην ανάπτυξη καρκίνου του παχέος εντέρου», δήλωσε η Δρ Samuel.
Με δεδομένο ότι τα περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου σε άτομα μικρότερης ηλικίας 20-40 ετών έχουν χειρότερη πρόγνωση συγκριτικά με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας οι ερευνητές προσπαθούν να διερευνήσουν όλους τους πιθανούς παράγοντες που μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο όπως η επίδραση των αντιβιοτικών στο εντερικό μικροβίωμα. Αν και απαιτούνται περισσότερα στοιχεία οι επιστήμονες δεν αποκλείουν την πιθανότητα η περιττή χρήση αντιβιοτικών να εκθέτει τα άτομα σε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.
Διαβάστε επίσης
Καρκίνος Παχέος Εντέρου: Τα επικίνδυνα συμπτώματα – Η εξέταση που σώζει
Καρκίνος Παχέος Εντέρου: Τα «αθώα» ποτά που πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο