Σημάδι περίπου στο 10% των γονιδίων του ανθρώπινου γονιδιώματος φαίνεται να αφήνει η εμπειρία της φτώχειας σύμφωνα με νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Northwestern που δημοσιεύεται στο American Journal of Physical Anthropology. Οι μελετητές βάσει των συμπερασμάτων τους αμφισβητούν τις επικρατούσες θεωρίες ότι τα χαρακτηριστικά των γονιδίων είναι αμετάβλητα και καθορίζονται κατά τη σύλληψη.
Στη μελέτη οι ερευνητές εντόπισαν στοιχεία που καταδεικνύουν πως η φτώχεια μπορεί να «ενσωματωθεί» στο γονιδίωμα. Ανακαλύφθηκε ότι το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο συσχετίζεται με τα επίπεδα μεθυλίωσης του DNA (DNAm), ενός σημαντικού επιγενετικού δείκτη ο οποίος μπορεί να μεταβάλει τη γονιδιακή έκφραση σε περισσότερους από 2.500 ιστούς και σε περισσότερα από 1.500 γονίδια.
«Γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό πως το κοινωνικοοικονομικό στάτους είναι σημαντικό για την υγεία, αλλά οι μηχανισμοί μέσω των οποίων το σώμα μας «θυμάται» τις δύσκολες εμπειρίες της φτώχιας δεν μας είναι γνωστοί», δηλώνει ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Thomas McDade και συμπληρώνει: «Δεύτερον, οι εμπειρίες που βιώνονται κατά την ανάπτυξη ενσωματώνονται στο γονιδίωμα διαμορφώνοντας κυριολεκτικά το σχήμα και τη λειτουργία του».
Ο McDade δήλωσε πως εξεπλάγην όταν ανακάλυψε τόσους πολλούς συσχετισμούς μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού στάτους και της μεθυλίωσης του DNA σε τόσο μεγάλο αριθμό γονιδίων.
«Αυτό το μοτίβο υπογραμμίζει ένα δυνητικό μηχανισμό μέσω του οποίου η φτώχεια μπορεί να έχει μία διαρκή επίδραση σε ένα ευρύ φάσμα φυσιολογικών συστημάτων και διαδικασιών, κατέληξε ο Δρ. McDade.
Προηγούμενη έρευνα είχε δείξει πως το κοινωνικοοικονομικό στάτους είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την ανθρώπινη υγεία και οι κοινωνικές ανισότητες ένας στρεσογόνος παράγοντας για τους ανθρώπους παγκοσμίως. Από την άλλη, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και/ή τα χαμηλά εισοδήματα αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις, σακχαρώδη διαβήτη, αρκετούς τύπους καρκίνου και μολυσματικών ασθενειών. Επιπλέον το κοινωνικοοικονομικό στάτους συνδέεται με φυσιολογικές διαδικασίες οι οποίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ασθένειας συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας φλεγμονής και της αντίστασης στην ινσουλίνη.