Τα ψυχωσικά επεισόδια, όπως το να ακούει κανείς ανύπαρκτες φωνές ή να κάνει παρανοϊκές σκέψεις, είναι συχνότερα στους εφήβους που ζουν σε πόλεις με μεγάλη ρύπανση του αέρα, σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που ζουν σε αγροτικές περιοχές, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry.
Η εν λόγω έρευνα είναι η πρώτη που κάνει αυτή τη συσχέτιση, αν και δεν έχει βρεθεί κάποιος βιολογικός μηχανισμός που να συνδέει με βεβαιότητα τη ρύπανση με τα συμπτώματα της ψύχωσης. Άλλες πρόσφατες μελέτες έχουν συσχετίσει τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης με τον κίνδυνο εγκεφαλικού και άνοιας στους ηλικιωμένους, ωστόσο η νέα αυτή μελέτη έρχεται να προστεθεί σε όσες δείχνουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να επιβαρύνει τη σωματική, οδηγώντας τελικά και σε προβλήματα ψυχικής υγείας.
Οι επιστήμονες του Βασιλικού Κολλεγίου (King’s) του Λονδίνου, με επικεφαλής τη δρα Τζόαν Νιούμπερι του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης ανέλυσαν στοιχεία από 2.232 εφήβους ηλικίας 12 έως 18 ετών, ταξινομώντας τους σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διαμονή τους σε αστική, ημιαστική ή αγροτική περιοχή.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, σχεδόν το ένα τρίτο των εφήβων είχαν αναφέρει τουλάχιστον ένα ψυχωσικό επεισόδιο, όπως να νομίζουν ότι κάποιος τους κατασκοπεύει συστηματικά ή να ακούνε φωνές που κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει. Οι επιστήμονες συσχέτισαν τη συχνότητα των ψυχωσικών επεισοδίων με το επίπεδο ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον τόπο διαμονής τους στη διάρκεια ενός έτους.
Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η ρύπανση του αέρα, πράγμα που συνέβαινε στις αστικές περιοχές, τόσο πιθανότερο ήταν να διαγνωσθεί ένας έφηβος με επεισόδιο ψύχωσης και αυτό άσχετα με άλλους παράγοντες, όπως το οικογενειακό ιστορικό ψυχικής νόσου, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.
Για παράδειγμα, οι έφηβοι που εκτίθεντο στα υψηλότερα επίπεδα οξειδίων του αζώτου, που παράγονται κυρίως από τα πετρελαιοκίνητα οχήματα, είχαν κατά μέσο όρο 72% μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης ψυχωσικών επεισοδίων, σε σχέση με όσους είχαν την μικρότερη έκθεση. Όσοι εκτίθεντο στα υψηλότερα επίπεδα μικροσκοπικών ρυπογόνων σωματιδίων, είχαν 45% μεγαλύτερο κίνδυνο ψυχωσικού επεισοδίου.
Η Δρ. Νιούμπερι δήλωσε ότι αν και η μελέτη δεν μπορεί να αποδείξει πως η ρύπανση όντως φταίει για τα επεισόδια ψύχωσης, «τα ευρήματα δείχνουν ότι η ρύπανση του αέρα μπορεί να συμβάλει στη σχέση ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και στα ψυχωσικά επεισόδια».
Τα μικροσωματίδια των ρύπων μπορούν, εκτός από τους πνεύμονες, να διεισδύσουν μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και να φθάσουν στον εγκέφαλο, όπου πιθανώς πυροδοτούν χρόνια φλεγμονή και τελικά κάποια ψυχική διαταραχή. Μια παρεμφερής εναλλακτική εξήγηση είναι ότι οι χημικές ουσίες των μικροσκοπικών σωματιδίων της ρύπανσης διαλύονται στο αίμα και καταλήγουν στον εγκέφαλο, όπου πάλι οδηγούν σε παρατεταμένη φλεγμονή.
Μια άλλη απλούστερη ερμηνεία είναι ότι όχι η χημική ρύπανση αλλά ο θόρυβος από την πολύβουη πόλη και ιδίως από τα αυτοκίνητα στους πολυσύχναστους δρόμους διαταράσσει τον ύπνο των εφήβων και αυξάνει το στρες τους. Ο εφηβικός εγκέφαλος είναι πιο εύπλαστος και άρα πιο επιρρεπής σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Τα ψυχωσικά επεισόδια αποτελούν μια ηπιότερη μορφή των διαταραχών που έχουν όσοι αναπτύσσουν παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια. Οι έφηβοι που βιώνουν τέτοια επεισόδια κάποια στιγμή, είναι πιθανότερο -αλλά σίγουρα όχι αναγκαίο- να εμφανίσουν σοβαρότερη ψυχική διαταραχή αργότερα στη ζωή τους. Σε κάθε περίπτωση, οι κανονικές και μακρόχρονες ψυχώσεις είναι σπάνιες και οι ερευνητές καθησύχασαν τους γονείς ότι η εκδήλωση κάποιου ψυχωσικού επεισοδίου κατά την εφηβεία (κάτι που μπορεί να προκληθεί από τραυματική εμπειρία, στρες ή κατάχρηση ουσιών) δεν σημαίνει ότι ο νέος θα εκδηλώσει αργότερα ψύχωση.