Την δυνατότητα να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο, με τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων (PET), κατά πόσο η χορηγούμενη ανοσοθεραπεία έφτασε στον όγκο-στόχο και ποια μέρη του όγκου έμειναν ανεπηρέαστα φαίνεται πως πέτυχαν ερευνητές του Πανεπιστημίου John Hopkins διεξάγοντας πειράματα σε ποντίκια. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of Clinical Investigation.
Με την απεικονιστική μέθοδο PET οι ερευνητές παρακολούθησαν τον τρόπο με τον οποίο μια συνθετική πρωτεΐνη που δημιούργησαν στο εργαστήριο, προσδένεται στα κύτταρα του όγκου δίνοντας στους ερευνητές την δυνατότητα να παρακολουθήσουν μέσω αυτής, τον τρόπο δράσης των ανοσοθεραπευτικών αναστολέων σημείων ελέγχου στους όγκους.
«Αυτή η προσέγγιση προσφέρει ένα ζωτικής σημασίας βήμα προς την άμεση καταγραφή του τρόπου με τον οποία τα ανοσοθεραπευτικά φάρμακα δρουν στα καρκινικά κύτταρα», αναφέρει ο Sridhar Nimmagadda επίκουρος καθηγητής ακτινολογίας και ακτινολογικής επιστήμης. «Αν τα αποτελέσματα περισσότερων ερευνών επικυρώσουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της εξέτασης, η χρήση της θα μπορούσε να δώσει στους γιατρούς την ικανότητα να προσαρμόζουν τη θεραπεία βοηθώντας τους να καθορίσουν την απαραίτητη θεραπευτική δόση ενός φαρμάκου και να αποφεύγουν θεραπείες που δεν είναι αποτελεσματικές».
Η χρήση ανοσοθεραπείας με αναστολείς σημείων ελέγχου είναι ένας τύπος θεραπείας καρκίνου που σχεδιάστηκε για να εκπαιδεύσει το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίζει τα καρκινικά κύτταρα ως επικίνδυνα και να τα σκοτώνει.
Σύμφωνα όμως με τους ερευνητές η χρήση της ανοσοθεραπείας με αναστολείς σημείων ελέγχου αποτελεί συχνά μία βολή στα τυφλά, εξαιτίας της δυσκολίας να προβλεφθεί πόσο αποτελεσματικά είναι αυτά τα φάρμακα και κατά πόσο προσδέθηκαν στους υποδοχείς PD-L1 των καρκινικών όγκων.
Η ερευνητική ομάδα δημιούργησε μία μικρή πρωτεΐνη – πεπτίδιο η οποία «δένει» στους υποδοχείς PD-L1 και επιτρέπει να είναι γίνουν ορατοί μέσω PET, οι υποδοχείς στους οποίους έφτασε επαρκής ποσότητα της πρωτεΐνης. Χρησιμοποιώντας το πεπτίδιο οι ερευνητές εξέτασαν αν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την αντίδραση μεταξύ του φαρμάκου και της συνθετικής πρωτεΐνης για να μετρήσουν σε πραγματικό χρόνο με ποια ταχύτητα και πόσο αποτελεσματικά επιδρά η φαρμακευτική αγωγή στους όγκους.
Αρχικά σε εργαστηριακά πειράματα οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι το πεπτίδιο δεν εξουδετερώνεται από τα ανοσολογικά φάρμακα. Ακολούθως επεδίωξαν να επιβεβαιώσουν τις παρατηρήσεις αυτές σε πειραματόζωα. Οι ερευνητές χορήγησαν σε ποντίκια, με όγκους στους πνεύμονες, ατεζολιζουμάμπη, αντικαρκινική φαρμακευτική αγωγή της κατηγορίας των αναστολέων σημείων ελέγχου, και ανέμεναν 24 ώρες, επιτρέποντας στο πεπτίδιο να δεθεί με την πρωτεΐνη PD-L1. Ακολούθως παρακολούθησαν την εξέλιξη της θεραπείας μέσω PET.
Τα πειραματόζωα που λάμβαναν το φάρμακο συγκρίθηκαν με τα πειραματόζωα ομάδας ελέγχου που έλαβαν μόνο ένεση φυσιολογικού ορού. Οι ερευνητές εντόπισαν μία μείωση κατά 77% στα επίπεδα PD-L1 στους όγκους, δείχνοντας ότι η θεραπεία έφτασε σε πολλές από τις πρωτεΐνες PD-L1.
«Οι εναπομείνασες περιοχές δείχνουν τα μέρη του όγκου στα οποία η ανοσοθεραπεία δεν έφτασε», δηλώνει ο Δρ. Nimmagadda. «Αυτό θα μπορούσε να μας δώσει πληροφορίες για το πώς να βελτιστοποιηθούν περαιτέρω οι θεραπείες μέσω της αύξησης της δόσης ή της δοκιμής άλλων φαρμάκων και θεραπειών ταχύτερα».
Οι ερευνητές ακολούθως εξέτασαν αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ίδια μέθοδο για να μετρήσουν αλλαγές στα επίπεδα υποδοχέων της PD-L1 σε έναν όγκο.
Χρησιμοποιώντας και πάλι ποντίκια με όγκους πνευμόνων, οι ερευνητές χορήγησαν στα πειραματόζωα ένα φάρμακο που αυξάνει τα επίπεδα της πρωτεΐνης PD-L1 στα καρκινικά κύτταρα. Στη συνέχεια τους χορήγησαν το τεχνητό πεπτίδιο. Παρακολουθώντας τα πειραματόζωα με PET οι ερευνητές βρήκαν ότι τα επίπεδα ραδιοισοτόπων ιχνηθετών ήταν περίπου 65% υψηλότερα συγκριτικά με τα πειραματόζωα της ομάδας ελέγχου με φυσιολογικά επίπεδα υποδοχέων PD-L1. Αυτές οι έρευνες έδειξαν ότι οι αλλαγές στα επίπεδα της PD-L1 μπορεί να μετρηθούν χωρίς την ανάγκη διεξαγωγής βιοψίας.
«Αυτά τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν ένα αναγκαίο βήμα προς την εξεύρεση μίας ασφαλούς, αποτελεσματικής και εξατομικευμένης δόσης ανοσοθεραπείας», δήλωσε ο Nimmagadda.