Σε μια σημαντική αποκάλυψη σχετικά με τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα στο πεδίο της ψυχικής υγείας προχώρησε η ομάδα OPIK (Κοινωνικοί Καθοριστικοί Παράγοντες στην Υγεία και τη Δημογραφική Αλλαγή) από το Πανεπιστήμιο της Χώρας των Βάσκων.
Η OPIK αποτελεί μια διεπιστημονική ομάδα που ερευνά το πεδίο των κοινωνικών και υγειονομικών επιστημών, με ακριβές αντικείμενο τη μελέτη των κοινωνικών παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία και την επιδημιολογία στον πληθυσμό καθώς και των κοινωνικών ανισοτήτων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στόχος της, η εύρεση πολιτικών που μπορούν να τροποποιήσουν αυτούς τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες προς όφελος για την υγεία του συνόλου.
Όπως έχουν διαπιστώσει πρόσφατες έρευνες της ομάδας, το φύλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον τομέα της ψυχικής υγείας αλλά και την αντιμετώπιση που θα δεχθεί ο ασθενής από τις υγειονομικές υπηρεσίες. Αυτά έδειξαν οι απαντήσεις σε σχετικές δημοσκοπήσεις στη Χώρα των Βάσκων (2018), την Ισπανία (2017) και σύμφωνα με τα στοιχεία του ισπανικού δείγματος στην Ευρωπαϊκή Έρευνα για την Υγεία (2014). Η ανάλυση αυτών των τριών βάσεων δεδομένων μαρτυρά ουσιαστικά τα υψηλότερα ποσοστά κακής ψυχικής υγείας στις γυναίκες κάθε κοινωνικής ομάδας. Επιπλέον, τα ποσοστά ενισχύουν η βιωμένη εμπειρία της ανισότητας, ενώ το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και η ηλικία των ασθενών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Σύμφωνα με τη Δρ Amaia Bacigalupe από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Χώρας των Βάσκων, οι γυναίκες διαγιγνώσκονται συχνότερα με κατάθλιψη και άγχος, ενώ σε μεγαλύτερα ποσοστά είναι και τα ψυχοτρόπα φάρμακα που τους συνταγογραφούνται για τη διαχείριση της περίπτωσής τους. Είναι εντυπωσιακό ωστόσο, πως για τους άνδρες με παρόμοια ζητήματα ψυχικής υγείας όπως προκύπτει από τις διαγνώσεις και τις επισκέψεις σε κέντρα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η φαρμακευτική αγωγή δεν συστήνεται με αντίστοιχη συχνότητα. Όπως το περιγράφει η ίδια, πρόκειται για ένα φαινόμενο «ιατρικοποίησης» της ψυχικής υγείας στις γυναίκες, του οποίου η αφετηρία δεν είναι εύκολο να διατυπωθεί καθώς περιλαμβάνει την υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων και πολλαπλάσιες διαγνώσεις στις γυναίκες έως και την ακριβώς αντίστροφη κατάσταση για τους άνδρες.
Το έμφυλο χάσμα στο πεδίο της ψυχικής υγείας μπορεί να αποτελέσει παρελθόν όταν μειωθούν οι ανισότητες που το συντηρούν. Οι πολιτικές που στοχεύουν στην ισότητα της γυναίκας στην εργασία, τον πολιτικό βίο, την οικογένεια αλλά και στο σύνολο των δραστηριοτήτων που αποτελούν την καθημερινή ζωή μπορούν, κατά τη Δρ Bacigalupe, να ενισχύσουν την προσπάθεια ίσης αντιμετώπισης και στα ζητήματα που αφορούν την ψυχική υγεία.
Μια άλλη πτυχή που επισημαίνεται στη μελέτη και αφορά στο θεσμικό επίπεδο, είναι η υποχρέωση διακοπής της ιατρικοποίησης της οποιασδήποτε καθημερινής αδιαθεσίας με γνώμονα το φύλο. Όχι σπάνια, αντί να αναζητάται η ρίζα του προβλήματος για την ουσιαστική αντιμετώπισή του, το οποίο μπορεί να έχει κοινωνικά αίτια, οι θεράποντες περνούν απευθείας στο στάδιο της χορήγησης ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.
Τέλος, καθίσταται αναγκαίο η αλλαγή της υφιστάμενης προβληματικής κατάστασης στην ψυχική υγεία να γίνει μέσα από την αποδόμηση των εδραιωμένων σε έμφυλα κριτήρια αντιλήψεων σχετικά με την ψυχοπαθολογία των ανθρώπων. Σύμφωνα με τη Δρ Bacigalupe «η πραγματική ενσωμάτωση στις κλινικές πρακτικές του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου, καθώς και η εφαρμογή στρατηγικών για την προώθηση της υγείας και της συναισθηματικής ευεξίας μέσα από μια κοινοτική προσέγγιση της υγείας, θα μπορούσε να αποτρέψει την ιατρικοποίηση της καθημερινής αδιαθεσίας. Αρκεί να ληφθεί υπ’ όψιν ο ρόλος του κοινωνικού περικειμένου στην υγεία».
Διαβάστε επίσης
Άνδρες – Γυναίκες: Ποιοι εμφανίζουν διπλάσιες παρενέργειες από τη λήψη φαρμάκων
Καρδιαγγειακά νοσήματα: Γιατί η καρδιά προδίδει λιγότερες γυναίκες από ότι άνδρες