Ένας μεσημεριανός υπνάκος δεν ξεκουράζει απλώς το σώμα και το μυαλό. Σύμφωνα με ελληνική μελέτη που παρουσιάστηκε στο 68ο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, οι άνθρωποι που έχουν την πολυτέλεια να κοιμούνται το μεσημέρι είναι πιθανότερο να έχουν αξιοσημείωτη πτώση της αρτηριακής τους πίεσης.
«Ο μεσημεριανός ύπνος φαίνεται να μειώνει την αρτηριακή πίεση στο ίδιο εύρος με άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής. Για παράδειγμα, ο περιορισμός του αλκοόλ και του αλατιού μπορεί να μειώσει κατά 3-5 mm Hg», ανέφερε ο Μανόλης Καλλίστρατος από το Νοσοκομείο «Ασκληπιείο» της Βούλας και εις εκ των συγγραφέων της μελέτης, προσθέτοντας ότι η χαμηλής δοσολογίας αντιϋπερτασική αγωγή συνήθως μειώνει την αρτηριακή πίεση κατά 5-7 mm Hg, κατά μέσο όρο.
Η ελληνική μελέτη έδειξε ότι ο μεσημεριανός ύπνος σχετίζεται κατά μέσο όρο με 5 mm Hg μείωση της αρτηριακής πίεσης, κάτι που είναι σε συμφωνία με αυτό που συνήθως περιμένουν οι γιατροί από άλλες αντιϋπερτασικές παρεμβάσεις. Συγκεκριμένα, για κάθε 60 λεπτά μεσημεριανού ύπνου, η 24ωρη μέση συστολική αρτηριακή πίεση μειώνεται κατά 3 mm Hg.
«Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά διότι μια μικρή μείωση της αρτηριακής πίεσης, της τάξης των 2 mm Hg μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο κατά 10%. Δεδομένων των ευρημάτων μας, αν κάποιος έχει την πολυτέλεια του μεσημεριανού ύπνου σε καθημερινή βάση μπορεί να δει όφελος ως προς την ρύθμιση της υπέρτασης. Εξάλλου ο μεσημεριανός ύπνος είναι κάτι που εύκολα μπορεί να εντάξει κανείς στην καθημερινότητά», εξήγησε ο Δρ. Καλλίστρατος.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που καταγράφει την επίδραση του μεσημεριανού ύπνου στις τιμές της αρτηριακής πίεσης σε άτομα με ελεγχόμενη αρτηριακή πίεση.
Η ίδια επιστημονική ομάδα είχε και παλαιότερα διαπιστώσει ότι ο μεσημεριανός ύπνος σχετίζεται με μειωμένη αρτηριακή πίεση και λιγότερα αντιϋπερτασικά φάρμακα στα άτομα που πάσχουν από σοβαρή υπέρταση.
Όσο υψηλότερη η αρτηριακή πίεση, τόσο μεγαλύτερη και η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει κανείς για την ελέγξει.
Στην παρούσα έρευνα οι Έλληνες επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε 212 άτομα με μέση αρτηριακή πίεση 129.9 mm Hg, κατά μέσο όρο 62 ετών και πάνω από τους μισούς ήταν γυναίκες. Περίπου ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες ήταν καπνιστές και/ή είχαν διαβήτη τύπου 2. Χωρίστηκαν σε ομάδες αλλά είχαν όμοιους παράγοντες κινδύνου για καρδιακή νόσο εκτός από το ότι στην ομάδα του μεσημεριανού ύπνου ήταν καπνιστές.
Οι ερευνητές κατέγραψαν την αρτηριακή πίεση για 24 ώρες συνεχόμενα, η μέση διάρκεια του μεσημεριανού ύπνου ήταν 49 λεπτά, και συνήθειες του τρόπου ζωής (αλκοόλ, καφές, αλάτι, σωματική δραστηριότητα) και την αθηροσκλήρωση. Οι συμμετέχοντες πήραν όλοι ένα φορητό πιεσόμετρο για να μετρούν την πίεσή τους σε τακτά χρονικά διαστήματα της ημέρας, ενώ υποβλήθηκαν σε ηχοκαρδιογράφημα για την αξιολόγηση της δομής και της λειτουργίας της καρδιάς.
Επίσης συνεκτιμήθηκαν παράγοντες που επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση: η ηλικία, το φύλο, ο τρόπος ζωής και η φαρμακευτική αγωγή.
Δεν προέκυψαν διαφορές ως προς τον αριθμό των αντιϋπερτασικών φαρμάκων που ελάμβαναν οι δύο ομάδες, ενώ παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα του ηχοκαρδιογραφήματος και της αξιολόγησης της αθηροσκλήρωσης.
Κατά μέσο όρο η 24ωρη συστολική αρτηριακή πίεση ήταν 5,3 mm Hg χαμηλότερη στα άτομα που κοιμόντουσαν το μεσημέρι, συγκριτικά με την άλλη ομάδα (127.6 mm Hg vs 132.9 mm Hg). Επίσης, τα άτομα που κοιμόντουσαν το μεσημέρι είχαν καλύτερες τιμές τόσο ως προς την «μικρή» όσο και ως προς την «μεγάλη» αρτηριακή πίεση (128.7/76.2 vs 134.5/79.5 mm Hg). Ακόμα, για κάθε ώρα μεσημεριανού ύπνου η μέση 24ωρη αρτηριακή πίεση έπεφτε κατά 3 mm Hg.
«Προφανώς δεν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να κοιμούνται μέσα στην μέρα για ώρες ως μέθοδος ελέγχου της πίεσης τους αλλά δεν θα πρέπει να αισθάνονται και ένοχοι αν βρίσκουν χρόνο για έναν μεσημεριανό ύπνο δεδομένου του οφέλους που αποκομίζουν», σημείωσε ο Μανόλης Καλλίστρατος από το Νοσοκομείο «Ασκληπιείο» της Βούλας.
Και συμπλήρωσε ότι σε κάθε περίπτωση χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, αλλά οπωσδήποτε αποδεικνύεται ότι συνήθειες των χωρών της Μεσογείου, όπως η διατροφή και μεσημεριανή ανάπαυλα έχουν τελικά όφελος στον γενικό πληθυσμό.