Τη θετική επίδραση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης στην επιβράδυνση της εξέλιξης της αθηροσκλήρωσης, μέσω της μείωσης πολυάριθμων βιοδεικτών της φλεγμονής, επιβεβαιώνει νέα μελέτη του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, διαπιστώνοντας παράλληλα ότι το σχετικό όφελος είναι υπαρκτό τα πρώτα χρόνια που διαδέχονται την εμμηνόπαυση και όχι μετά το πέρας δεκαετίας.

Τα ευρήματα της νέας μελέτης, η οποία βασίζεται σε δοκιμή πρώιμης έναντι καθυστερημένης παρέμβασης με χορήγηση οιστραδιόλης, παρουσιάζονται κατά τις διαδικτυακές εργασίες του ετήσιου συνεδρίου της Εταιρείας Εμμηνόπαυσης Βορείου Αμερικής (NAMS).

Οι ερευνητές αξιολόγησαν τον υποκείμενο μηχανισμό πίσω από το όφελος της ορμονοθεραπείας στη χρόνια φλεγμονώδη διαδικασία της αθηροσκλήρωσης που καταλήγει σε ένα ευρύ φάσμα σοβαρών καρδιαγγειακών νοσημάτων, με τον κίνδυνο εκδήλωσής τους να αυξάνεται έντονα στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.

Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης αποτελεί την πλέον συνήθη αντιμετώπιση για τη διαχείριση συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, χωρίς αυτό όμως να συνεπάγεται πως δεν εγκυμονεί κινδύνους για την καρδιακή υγεία η ενδεχόμενη εμφάνιση κακοήθειας.

Ως προς την αθηροσκλήρωση, επιστημονικά δεδομένα έχουν ήδη αποτυπώσει ότι υπάρχει όφελος από τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης σε σχετικά νεότερες, υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στη νέα αυτή μελέτη οι ερευνητές αξιολόγησαν συγκεκριμένα την επίδραση της ορμονοθεραπείας στους βιοδείκτες φλεγμονής στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Στο πλαίσιο της μελέτης, κατά την οποία έγινε σύγκριση μεταξύ εκ του στόματος χορηγούμενης οιστραδιόλης και εικονικού φαρμάκου, οι ερευνητές μέτρησαν τις κυκλοφορούσες συγκεντρώσεις 12 φλεγμονωδών δεικτών σε 643 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Μέσω της ανάλυσης, επιβεβαίωσαν ότι η οιστραδιόλη μείωσε σημαντικά τις κυκλοφορούσες συγκεντρώσεις ενός αριθμού βασικών βιοδεικτών. Το μεγαλύτερο όφελος παρατηρήθηκε σε γυναίκες λιγότερο από έξι χρόνια μετά την εμμηνόπαυση συγκριτικά με γυναίκες δέκα και πλέον χρόνια μετά.

«Στο συνολικό δείγμα, τα μέσα επίπεδα E-Σελεκτίνης, Διακυτταρικού Μορίου Προσκόλλησης 1 ICAM-1, ιντερφερόνης γ (IFN-γ) και ιντερλευκίνης 8 (IL-8) ήταν σημαντικά χαμηλότερα στην ομάδα της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης σε σύγκριση με τις γυναίκες που έλαβαν εικονικό φάρμακο» δηλώνει η επικεφαλής της μελέτης Δρ Roksana Karim από την Ιατρική Σχολή Keck του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας.

Μόνο τα επίπεδα Ε-Σελεκτίνης παρέμειναν χαμηλότερα στις γυναίκες που υποβάλλονταν σε ορμονοθεραπεία δέκα χρόνια μετά την μετάβαση στην εμμηνόπαυση.

Η συγκεκριμένη μελέτη συνδράμει στην καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί η ορμονοθεραπεία επιβραδύνει την εξέλιξη καρδιαγγειακών νοσημάτων τα πρώτα χρόνια που διαδέχονται την εμμηνόπαυση, αλλά όχι αφότου έχουν παρέλθει δέκα ή περισσότερα έτη, επισημαίνει από πλευράς η ιατρική διευθύντρια της Εταιρείας Εμμηνόπαυσης Βορείου Αμερικής Δρ Stephanie Faubion.

Και διασαφηνίζει πως απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθεί πληρέστερα πώς η χρονική απόσταση από την εμμηνόπαυση μεταβάλει τον αντίκτυπο της ορμονοθεραπείας ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Διαβάστε επίσης

Αθηροσκλήρωση: Μετάλλαξη απειλεί το 25% του πληθυσμού

Αθηροσκλήρωση: Η καινοτόμος προσέγγιση που την θεραπεύει

Ορμονοθεραπεία: Ποιος τύπος είναι πιο φιλικός με την καρδιά