Στο ACTRIMS-ECTRIMS MS Virtual2020 παρουσιάστηκαν νέα δεδομένα αποτελεσματικότητας της κλαδριβίνης από τη μελέτη MAGNIFY-MS φάσης IV σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση (ΥΠΣ). Τα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν ότι ήδη από το τέλος του πρώτου μήνα της θεραπείας παρατηρείται ταχεία έναρξη δράσης, η οποία βασίζεται σε μεταβολές των συνδυασμένων μοναδικών ενεργών βλαβών, όπως καταδεικνύονται στη μαγνητική τομογραφία. Σύμφωνα, επίσης, με αυτά τα δεδομένα, σημαντική ήταν και η μείωση στον μέσο αριθμό των βλαβών Τ1 Gd+.1

«Τα αποτελέσματα της μελέτης MAGNIFY-MS που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ACTRIMS-ECTRIMS 2020 υποστηρίζουν περαιτέρω την ικανότητα της κλαδριβίνης να προσφέρει αποτελεσματικότητα σε πρώιμο στάδιο στους ασθενείς με υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση. Το γεγονός ότι μπορούμε να προσφέρουμε στους ασθενείς τη δυνατότητα μιας θεραπευτικής επιλογής που έχουμε την πεποίθηση ότι μπορεί να αρχίσει να ενεργεί γρηγορότερα και να διατηρεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την αποτελεσματικότητά της, χωρίς οι ασθενείς να χρειάζεται να υποβάλλονται σε επιπρόσθετη θεραπεία ή συχνή παρακολούθηση», εξήγησε ο Καθηγητής Νευρολογίας του Πανεπιστημίου της Σιένα στην Ιταλία, Nicola De Stefano.

Στη μελέτη MAGNIFY-MS πραγματοποιήθηκε σύγκριση των αρχικών βλαβών βάσει της μαγνητικής τομογραφίας για τρεις χρονικές περιόδους, τους μήνες θεραπείας 1-6, 2-6 και 3-6. Τα δεδομένα δείχνουν ταχεία έναρξη δράσης από το τέλος του πρώτου μήνα με στατιστικώς σημαντική μείωση στον αριθμό των συνδυασμένων μοναδικών ενεργών (CUA) βλαβών σε όλες τις υπό μελέτη περιόδους σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές (61% μείωση για τους μήνες 1-6, 77% μείωση για τους μήνες 2-6, 87% μείωση για τους μήνες 3-6). Ειδικότερα δε, ο μέσος αριθμός των βλαβών Τ1 Gd+ μειώθηκε σημαντικά από τον δεύτερο μήνα και έπειτα σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές.

Επιπλέον, στο συνέδριο παρουσιάστηκαν ενημερωμένα δεδομένα για την ασφάλεια μετά την έγκριση βάσει ανάλυσης των πρώτων 18.463 ασθενών που έλαβαν κλαδριβίνη μετά την έγκρισή της, τον Ιούλιο του 2020. Η ανάλυση της βάσης δεδομένων για την ασφάλεια έφερε επίσης στο φως ευρήματα από 46 περιπτώσεις επιβεβαιωμένης ή πιθανολογούμενης λοίμωξης COVID-19 σε ασθενείς που λάμβαναν κλαδριβίνη (18 και 28 ασθενείς, αντίστοιχα), τα οποία δείχνουν ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με κλαδριβίνη και προσβάλλονται από COVID-19 δε διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν εκβάσεις βαριάς μορφής. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα έδειξαν ότι η πλειοψηφία των ασθενών είχε ήπια έως μέτρια συμπτώματα του αναπνευστικού. Τέσσερις ασθενείς νοσηλεύτηκαν, ενώ δεν σημειώθηκε κανένας θάνατος. Επιπρόσθετα δεδομένα σχετικά με τις κλινικές εκβάσεις σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 θα είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο της έκτακτης επικαιρότητας και των ενημερώσεων για τον COVID-19 από 25 Σεπτεμβρίου.

Βάσει της ανάλυσης που παρουσιάστηκε στο συνέδριο, τα ποσοστά των ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού ήταν χαμηλά και συνήθως μη σοβαρά, όπως παρατηρήθηκε επίσης και στο πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης. Τα ακατέργαστα ποσοστά συχνότητας εκδηλώσεων από το αναπνευστικό σύστημα ήταν: γρίπη 0,68%, ιογενής λοίμωξη 0,27% και ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού 0,04%. Τα πρώτα ενδεικτικά στοιχεία συχνότητας για την κακοήθεια ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό που παρατηρήθηκε στο πρόγραμμα κλινικών μελετών.

Η κλαδριβίνη είναι μια βραχυπρόθεσμη από του στόματος θεραπεία που στοχεύει με επιλεκτικό και περιοδικό τρόπο τα λεμφοκύτταρα, τα οποία θεωρούνται ότι διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην παθολογική πορεία της υποτροπιάζουσας ΠΣ (ΥΠΣ). Τον Αύγουστο του 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε άδεια κυκλοφορίας στην κλαδριβίνη για τη θεραπεία υποτροπιαζουσών μορφών πολλαπλής σκλήρυνσης (ΥΠΣ) στα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), τη Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και την Ισλανδία. Έκτοτε, η κυκλοφορία της κλαδριβίνης έχει εγκριθεί σε 79 χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Καναδά, της Αυστραλίας και των ΗΠΑ. Ανατρέξτε στις αντίστοιχες πληροφορίες συνταγογράφησης για περισσότερες λεπτομέρειες.

Το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για τα δισκία κλαδριβίνης περιλαμβάνει:
Τη μελέτη CLARITY (Cladribine Tablets Treating MS Orally): μια διετή ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης ΙΙΙ, η οποία σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των δισκίων κλαδριβίνης ως μονοθεραπείας σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (ΥΔΠΣ).
Τη μελέτη CLARITY Extension: μια ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης ΙΙΙ που διαδέχθηκε τη μελέτη CLARITY, η οποία αξιολόγησε την ασφάλεια και τη διερευνητική αποτελεσματικότητα των δισκίων κλαδριβίνης σε διάστημα δύο επιπλέον ετών μετά τη διετή μελέτη CLARITY, σύμφωνα με το σχήμα της χορηγούμενης θεραπείας για τα έτη 3 και 4.
Τη μελέτη ORACLE MS (Oral Cladribine in Early MS): μια διετή ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης ΙΙΙ, η οποία σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των δισκίων κλαδριβίνης ως μονοθεραπείας σε ασθενείς με κίνδυνο εμφάνισης ΠΣ (ασθενείς που έχουν παρουσιάσει ένα αρχικό κλινικό σύμβαμα ενδεικτικό ΠΣ).
Τη μελέτη ONWARD (Oral Cladribine Added ON to Interferon beta-1a in Patients With Active Relapsing Disease): μια ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης ΙΙ, η οποία αρχικά σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση της ασφάλειας και της ανεκτικότητας της προσθήκης δισκίων κλαδριβίνης σε ασθενείς με υποτροπιάζουσες μορφές ΠΣ, οι οποίοι παρουσιάζουν νέα νόσο υπό την καθιερωμένη θεραπεία με ιντερφερόνη-βήτα.
Τη μελέτη PREMIERE (Prospective Observational Long-term Safety Registry of Multiple Sclerosis): ένα μητρώο ασφάλειας μακροχρόνιας παρατηρητικής παρακολούθησης ασθενών με ΠΣ, οι οποίοι συμμετείχαν σε κλινικές μελέτες των δισκίων κλαδριβίνης.

Στη διετή μελέτη CLARITY, η πιο συχνά αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια (ΑΕ) σε ασθενείς που έλαβαν δισκία κλαδριβίνης ήταν η λεμφοπενία (26,7% με δισκία κλαδριβίνης και 1,8% με εικονικό φάρμακο). Η συχνότητα λοιμώξεων ήταν 48,3% με δισκία κλαδριβίνης και 42,5% με εικονικό φάρμακο, ενώ 99,1% και 99,0% αντίστοιχα αξιολογήθηκαν από τους ερευνητές ως ήπιες προς μέτριες λοιμώξεις. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε άλλες κλινικές μελέτες ήταν παρεμφερείς.

Η πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και αποτελεί τη συχνότερη, μη τραυματικής αιτιολογίας νευρολογική διαταραχή που προκαλεί αναπηρία στους νεαρούς ενήλικες. Εκτιμάται ότι περίπου 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από ΠΣ παγκοσμίως. Ενώ τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλλουν, τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της πολλαπλής σκλήρυνσης περιλαμβάνουν θολή όραση, μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα στα άκρα και προβλήματα στη δύναμη και στο συντονισμό. Οι υποτροπιάζουσες μορφές της ΠΣ είναι οι πιο συχνές.