Σε καινοτόμες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν μελλοντικά τα πολλά υποσχόμενα ευρήματα, στα οποία κατέληξε ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Γενεύης μέσω επιδημιολογικής ανάλυσης, εργαστηριακών πειραμάτων και των πλέον σύγχρονων εργαλείων μεταγενωμικής και μεταβολομικής ανάλυσης.

Στο πλαίσιο της μελέτης -τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύονται στο Cell Metabolism– οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η έκθεση σε θερμότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος (34 βαθμοί Κελσίου) αυξάνει την δύναμη των οστών και εμποδίζει την απώλεια οστικής πυκνότητας, η οποία και είναι χαρακτηριστική της οστεοπόρωσης.

Επιπλέον, αυτό το φαινόμενο -το οποίο συνδέεται με αλλαγή στη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος που προκαλείται από τη θερμότητα- κατέστη εφικτό να αναπαραχθεί μέσω μεταμόσχευσης ομάδων μικροβίων από ζωικά μοντέλα που ζουν σε θερμό κλίμα σε ζωικά μοντέλα πάσχοντα από οστεοπόρωση. Μετά τη μεταμόσχευση, τα οστά τους ήταν πιο δυνατά και μεγαλύτερης πυκνότητας.

Μεταφέροντας πολλές ομάδες ενήλικων ποντικιών σε ζεστό περιβάλλον, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι ενώ το μέγεθος των οστών παρέμεινε αμετάβλητο, η δύναμη και η οστική πυκνότητα βελτιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Στη συνέχεια επανέλαβαν το πείραμά τους με ποντίκια κατόπιν αφαίρεσης ωοθηκών για να μιμηθούν τις συνέπειες της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Μόνο και μόνο το γεγονός της μεταφοράς τους σε θερμό περιβάλλον προστάτευσε τα ποντίκια από την τυπική απώλεια οστικής πυκνότητας που χαρακτηρίζει την οστεοπόρωση, κατά την Claire Chevalier, συμμετέχουσα στην ερευνητική μελέτη που διεξήχθη με επικεφαλής τον Mirko Trajkovski, καθηγητή στο Τμήμα Φυσιολογίας και Μεταβολισμού των Κυττάρων και στο Κέντρο Διαβήτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

Σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε παγκόσμια επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης οστεοπόρωσης σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία, το γεωγραφικό πλάτος, την κατανάλωση ασβεστίου και τα επίπεδα βιταμίνης D.

Αυτό που διαπίστωσαν είναι ότι όσο υψηλότερη είναι η θερμοκρασία, τόσο λιγότερα κατάγματα ισχίου καταγράφονται -μία από τις κύριες συνέπειες της οστεοπόρωσης- ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες. «Βρήκαμε μία σαφή συσχέτιση μεταξύ του γεωγραφικού πλάτους και των καταγμάτων ισχίου, γεγονός που σημαίνει ότι στις βόρειες χώρες η συχνότητα είναι υψηλότερη σε σύγκριση με τον θερμότερο νότο» λέει ο Μίρκο Τραϊκόφσκι.

Εξαιρώντας από την «εξίσωση» γνωστούς παράγοντες όπως η βιταμίνη D ή το ασβέστιο δεν παρατηρήθηκε αλλαγή στον συσχετισμό. Ωστόσο, όταν εξαιρέθηκε η θερμοκρασία ως καθοριστικός παράγοντας, ο συσχετισμός χάθηκε. «Αυτό δεν σημαίνει ότι το ασβέστιο ή η βιταμίνη D δεν διαδραματίζουν ρόλο, είτε μεμονωμένα, είτε συνδυαστικά. Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η θερμότητα ή η έλλειψη αυτής» εξηγεί ο καθηγητής.

Σε ό,τι αφορά το εντερικό μικροβίωμα και το ρόλο που διαδραματίζει, οι ειδικοί διαπίστωσαν κατόπιν εργαστηριακών πειραμάτων σε πειραματόζωα πως όταν τα μικρόβια που περιέχει προσαρμόζονται στη θερμότητα, αυτό οδηγεί σε διακοπή της σύνθεσης και αποδόμησης των πολυαμινών, των μορίων που ενέχονται στη γήρανση και ιδίως στην υγεία των οστών.

Με τη θερμότητα, η σύνθεση πολυαμινών αυξάνεται, ενώ η αποδόμησή τους μειώνεται. Επηρεάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο τη δραστηριότητα των οστεοβλαστών (τα κύτταρα που σχηματίζουν οστά) και μειώνουν τον αριθμό των οστεοκλαστών (κύτταρα απορρόφησης οστών, τα οποία εκκρίνουν ένζυμα που καταστρέφουν τα οστά).

Με την προχωρημένη ηλικία και την εμμηνόπαυση, η εξαιρετική ισορροπία μεταξύ της δράσης των οστεοκλαστών και των οστεοβλαστών διαταράσσεται, εξηγεί η Claire Chevalier. «Ωστόσο, η θερμότητα επιδρώντας στις πολυαμίνες, οι οποίες εντοπίσαν οι ερευνητές πως ρυθμίζονται μερικώς από το μικροβίωμα, μπορεί να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο κυτταρικών ομάδων. Αυτά τα δεδομένα επομένως δείχνουν ότι η έκθεση στη ζέστη θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική πρόληψης κατά της οστεοπόρωσης» προσθέτει.

Σαφώς απαιτείται πολύ μεγαλύτερη έρευνα και ανάλυση γύρω από το σχετικό πεδίο, όπως επισημαίνει η επιστημονική ομάδα, καθώς για να είναι σε θέση να αναπτύξουν θεραπευτικές στρατηγικές οι επιστήμονες θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουν με ακρίβεια το ρόλο συγκεκριμένων βακτηρίων σε συγκεκριμένες νόσους.

Ήδη, η ομάδα κατόρθωσε να προσδιορίσει ορισμένα σημαντικά βακτήρια και σχετικά βραχυπρόθεσμος στόχος της είναι να βελτιώσει την ανάλυση, να εντοπίσει και άλλα υποψήφια βακτήρια και να αναπτύξει «βακτηριακά κοκτέιλ» για την αντιμετώπιση μεταβολικών και διαταραχών της οστικής πυκνότητας, όπως η οστεοπόρωση, αλλά και για τη βελτίωση, παραδείγματος χάριν, της ευαισθησίας στην ινσουλίνη».

Διαβάστε επίσης

Τρεις αποτελεσματικοί τρόποι για δυνατά οστά χωρίς οστεοπόρωση

Οστεοπόρωση: Τέσσερις κινήσεις για 100% δυνατό σκελετό

Οστεοπόρωση: Τρεις κινήσεις που προστατεύουν και μειώνουν τον κίνδυνο