Πεδίο αντιφάσεων αποτελεί επί μακρόν το εάν η λήψη φαρμακευτικής αγωγής για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι εξίσου ευεργετική σε ανθρώπους με ή άνευ ιστορικού καρδιακού/εγκεφαλικού επεισοδίου, καθώς και εάν η πίεση κυμαίνεται κάτω από το όριο της υπέρτασης (14/9 mmHg). Στοιχεία από τις μέχρι στιγμής έρευνες έχουν υπάρξει ασαφή, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αντιφατικές θεραπευτικές συστάσεις ανά τον κόσμο.

Η μεγαλύτερης κλίμακας και πλέον λεπτομερής σχετική μετα-ανάλυση που έχει διεξαχθεί μέχρι στιγμής -και υπογράφεται από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης– έρχεται τώρα να καταλήξει πως η λήψη αντιυπερτασικών φαρμάκων μπορεί να αποτρέψει την εκδήλωση καρδιακής προσβολής και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ακόμη και σε ανθρώπους με φυσιολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης.

«Η μεγαλύτερη μείωση των τιμών της αρτηριακής πίεσης μέσω φαρμακευτικής αγωγής οδηγεί σε μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου» επισημαίνει ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Kazem Rahimi, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αρχικό επίπεδο αρτηριακής πίεσης, τόσο σε άτομα που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο, όσο και σε άτομα που δεν είχαν ποτέ καρδιαγγειακή νόσο» υπογραμμίζει.

Αποσαφηνίζει, σε κάθε περίπτωση, πως αυτό δεν συνεπάγεται πως πρέπει όλοι να λαμβάνουν αντιυπερτασική αγωγή, και εξηγεί πως η αντιμετώπιση είναι εξατομικευμένη και συναρτάται από τον κίνδυνο που διατρέχει το κάθε άτομο να εκδηλώσει καρδιαγγειακή νόσο στο μέλλον -και επ’ αυτού υφίστανται αρκετοί παράγοντες υπολογισμού κινδύνου στη διάθεση των επαγγελματιών υγείας.

Άλλοι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογιστούν σύμφωνα με τον καθηγητή είναι η πιθανότητα παρενεργειών και το κόστος της χορηγούμενης θεραπείας.

Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κατέληξε στα εν λόγω συμπεράσματα με τη μετα-ανάλυση δεδομένων από 348.854 άτομα που είχαν μετάσχει σε συνολικά 48 τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες -με προγενέστερη διάγνωση καρδιαγγειακής νόσου και άνευ. Κάθε ομάδα χωρίστηκε εν συνεχεία σε επτά υποομάδες με βάση τη συστολική αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της μελέτης (μικρότερη από 120, 120-129, 130-139, 140-149, 150-159, 160-169, 170 και άνω mmHg).

Στη διάρκεια μίας μέσης περιόδου παρακολούθησης τεσσάρων ετών παρατηρήθηκε ότι κάθε μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 5 mmHg οδηγούσε σε μείωση σχετικού κινδύνου για την εκδήλωση σοβαρού καρδιακού επεισοδίου κατά περίπου 10%. Ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου, ισχαιμικής καρδιοπάθειας, καρδιακής ανεπάρκειας και θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο μειώθηκε κατά 13, 7, 14 και 5%, αντίστοιχα.

Ούτε η παρουσία καρδιαγγειακής νόσου, ούτε η τιμή της αρτηριακής πίεσης των συμμετεχόντων κατά την έναρξη της μελέτης, επηρέασαν την επίδραση της θεραπείας.

«Η απόφαση συνταγογράφησης φαρμάκων για την αρτηριακή πίεση δεν πρέπει να βασίζεται απλώς σε προηγούμενη διάγνωση καρδιαγγειακής νόσου ή στην παρούσα τιμή αρτηριακής πίεσης ενός ατόμου. Αντίθετα, το αντιυπερτασικό θα πρέπει να θεωρείται ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου όταν η πιθανότητα ενός ατόμου να υποστεί καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο είναι αυξημένη» συνοψίζει ο καθηγητής Kazem Rahimi.

Διαβάστε επίσης

Οκτώ τρόποι για να μειώσουμε τον κίνδυνο υπέρτασης

Καθημερινά λάθη που αυξάνουν την αρτηριακή πίεση

Αρτηριακή Πίεση: Επτά αποτελεσματικοί τρόποι να τη ρυθμίσετε χωρίς φάρμακα