Τη σημασία της φυσικής κατάστασης για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε κατάλυση κολπικής μαρμαρυγής ανέδειξε νέα έρευνα, σύμφωνα με την οποία ασθενείς με καλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα χάρη στην άσκηση φάνηκαν να επωφελούνται ουσιαστικά από αυτή την ελάχιστα επεμβατική θεραπεία.

Αντίθετα, οι ασθενείς με κακή φυσική κατάσταση νοσηλεύονται συχνότερα, συνεχίζουν τη φαρμακευτική αγωγή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σημειώνουν υψηλότερα ποσοστά θανάτου.

Τα πρόσφατα ευρήματα, δημοσιευμένα στο Heart Rhythm, το επίσημο περιοδικό των Heart Rhythm Society, Cardiac Electrophysiology Society και Pediatric & Congenital Electrophysiology Society, έρχονται να προστεθούν σε προηγούμενα ερευνητικά πορίσματα που συνέδεσαν την αποφυγή υποτροπής της καρδιακής πάθησης και τη μείωση των αρρυθμιών με αλλαγές στον τρόπο ζωής όπως η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας ή άλλες παρεμβάσεις όπως βαριατρική χειρουργική, με τη διαφορά πως πρώτη η τωρινή μελέτη εξετάζει την πορεία των ασθενών μετά την κατάλυση της μαρμαρυγής.

Στη μελέτη συμμετείχαν 591 ασθενείς που υποβλήθηκαν στην πρώτη θεραπεία κατάλυσης στην Κλινική του Κλίβελαντ κατά το διάστημα 2012-2018, έχοντας υποβληθεί σε τεστ αντοχής σε διάδρομο δώδεκα μήνες πριν από τη διαδικασία. Η ηλικία, το φύλο και η μάζα σώματος των ασθενών εξασφαλίστηκαν από το ιατρικό ιστορικό τους, καθώς και πληροφορίες για άλλες παθήσεις όπως υπέρταση, διαβήτης, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο και υπνική άπνοια. Όπως άλλωστε τόνισε ο  επικεφαλής ερευνητής Wael A. Jaber, MD, από το Τμήμα Καρδιαγγειακής Ιατρικής της Κλινικής του Κλίβελαντ των ΗΠΑ, η κολπική μαρμαρυγή δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά προκύπτει ως επακόλουθο ενός ανθυγιεινού τρόπου ζωής, κακής φυσικής κατάστασης και σχετικών παραγόντων κινδύνου όπως η υπέρταση, η παχυσαρκία, ο διαβήτης και άλλα.

Κατά την πειραματική διαδικασία, οι ερευνητές αξιολόγησαν την αντοχή των ασθενών ως χαμηλή, επαρκή ή υψηλή, σύμφωνα με τυποποιημένα μοντέλα που βασίζονται σε μεταβολικά ισοδύναμα δραστηριότητας (METS), μονάδων δηλαδή που αντιστοιχούν στα ποσοστά ενέργειας που καταναλώνει ο οργανισμός κατά τη διάρκεια της σωματικής δραστηριότητας.

Η παρακολούθηση των ασθενών συνεχίστηκε για τρεις μήνες μετά την κατάλυση της κολπικής μαρμαρυγής, ενώ ένα παραπάνω τρίμηνο υπήρξε για όσους παρουσίασαν υποτροπή.

Τα ευρήματα ήταν αποκαλυπτικά:

  • 32 μήνες μετά την αφαίρεση, η κολπική μαρμαρυγή επανεμφανίστηκε σε 271 ασθενείς
  • υποτροπιάζουσες αρρυθμίες παρουσιάστηκαν σε 120 ασθενείς (79%) από την ομάδα με χαμηλή καρδιοαναπνευστική αντοχή, σε 62 ασθενείς (54%) με επαρκή αντοχή και 89 (27,5%) στην ομάδα υψηλής αντοχής
  • σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μέτρησης των METS, όσο αυξανόταν η καρδιοαναπνευστική αντοχή, τόσο μειώνονταν ο υποτροπιάζουσες αρρυθμίες
  • 56% των ασθενών με υψηλή αντοχή διέκοψαν την αντιαρρυθμική αγωγή εφόσον δε την χρειάζονταν πια, σε σύγκριση με το 11% στην ομάδα χαμηλής αντοχής.
  • το 18,5% μόλις της ομάδας υψηλής αντοχής χρειάστηκε επανεισαγωγή σε νοσοκομείο, σημαντικά μειωμένο ποσοστό σε σχέση με το 60,5% από την ομάδα χαμηλής αντοχής.

Αναφορικά με τους θανάτους, απεβίωσαν 30 ασθενείς, εκ των οποίων το 11% προερχόταν από την ομάδα χαμηλή αντοχής ενώ το 4% και 2,5% από της επαρκούς και μεγάλης αντοχής αντίστοιχα. Συννοσηρότητες όπως υπέρταση, διαβήτης και αποφρακτική υπνική άπνοια ήταν παρεμφερείς και στις τρεις ομάδες.

Συμπερασματικά, οι ερευνητές αναφέρθηκαν στην καρδιοαναπνευστική αντοχή ως ένα σημαντικό κλινικό εργαλείο πρόβλεψης του ποσοστού επιτυχίας της κατάλυσης και της διατήρησης του του φλεβοκομβικού ρυθμού μακροπρόθεσμα.

Ωστόσο, σε συνοδευτικό άρθρο, οι Eric Black-Maier, MD και Jonathan P. Piccini, Sr., MD, MHS, FHRS, από το Τμήμα για την Κολπική Μαρμαρυγή και την Ηλεκτροφυσιολογία του Πανεπιστημίου Duke, επεσήμαναν ενώ η καρδιοαναπνευστική ικανότητα των ασθενών μπορεί να υποδείξει τα ποσοστά κινδύνου, απαιτούνται κλινικές δοκιμές για να καθοριστεί εάν μεταβολή της πριν από την κατάλυση μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα.