Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αφορά περίπου στο 11% των ανθρώπων, παγκοσμίως. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια κοιλιακού άλγους, αλλαγών στην κινητικότητα του εντέρου και φούσκωμα.

Τα άτομα με φλεγμονή στο βλεννογόνο και αλλαγές στη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος θεωρείται ότι είναι ένα στάδιο πριν το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Davis στην Καλιφόρνια εστίασαν σε 43 υγιείς ενήλικες και 49 διαγνωσμένους με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και μέτρησαν στα κόπρανά τους την καλπροτεκτίνη, έναν βιοδείκτη της εντερικής φλεγμονής. Τα αυξημένα επίπεδα καλπροτεκτίνης ήταν ένδειξη πρόδρομο σταδίου ευερέθιστου εντέρου.

Τελικά 19 ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ήταν σε πρόδρομο στάδιο και όχι σε φάση νόσησης.

Από την επιμέρους αξιολόγηση των δεδομένων προέκυψε ότι, όλοι οι συμμετέχοντες που έτρωγαν πολλά λιπαρά και έκαναν χρήση αντιβιοτικών είχαν σχεδόν εννεαπλάσιο κίνδυνο να έχουν πρόδομο ευερέθιστο έντερο, συγκριτικά με όσους έκαναν διατροφή με λίγα λιπαρά και χωρίς ιστορικό χρήσης αντιβιοτικών.

Οι ασθενείς με την υψηλότερη κατανάλωση λιπαρών είχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο να έχουν πρόδρομο ευερέθιστο έντερο, ενώ η πρόσφατη χρήση αντιβιοτικών σχετιζόταν με σχεδόν τετραπλάσιο κίνδυνο.

«Η μελέτη δείχνει ότι το ιστορικό χρήσης αντιβιοτικών σε άτομα που καταναλώνουν πολλά λιπαρά σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο πρόδρομου ευερέθιστου εντέρου. Μέχρι σήμερα δεν αξιολογούσαμε σωστά πως διαφορετικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να λειτουργούν συνεργατικά για την πυροδότηση μιας ασθένειες», εξηγεί ο Andreas Bäumler, καθηγητής Ιατρικής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.