Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση δημοσιευμένων μελετών από τρεις περιοχές του πλανήτη που επλήγησαν από την πανδημία COVID-19 δείχνει ότι η συνολική θνησιμότητα των ασθενών που νοσηλεύονται στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) έχει μειωθεί από σχεδόν 60% στα τέλη Μαρτίου στο 42% στα τέλη Μαΐου.
Στο άρθρο που δημοσιεύεται στο Anaesthesia, οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή Tim Cook, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ αναζήτησαν στοιχεία από τις ιατρικές βάσεις MEDLINE, EMBASE, PubMed και Cochrane από την αρχή της πανδημίας έως και τις 31 Μαΐου 2020 για αναφορές θνησιμότητας ενηλίκων ασθενών που είχαν εισαχθεί σε ΜΕΘ λόγω COVID-19.
Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν ο θάνατος εντός της ΜΕΘ επί του συνόλου των εισαγωγών στη μονάδα. Εξαιρέθηκαν οι ασθενείς που εξακολουθούσαν να νοσηλεύονται στη ΜΕΘ.
Συνολικά αξιολογήθηκαν 24 μελέτες παρατήρησης στις οποίες περιλαμβάνονταν 10.150 ασθενείς από διάφορα κλινικά κέντρα της Ασίας, της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Στους νοσηλευόμενους στις ΜΕΘ λόγω COVID-19 η θνησιμότητα σε όλες τις μελέτες στα τέλη Μαΐου ήταν 41,6%. Δηλαδή μείωση κατά ένα τρίτο συγκριτικά με το 59,5% της θνησιμότητας εντός ΜΕΘ που είχε καταγραφεί στα τέλη Μαρτίου.
«Η εντός ΜΕΘ θνησιμότητας από COVID-19, κατά μέσο όρο στο 40%, παραμένει πάντως διπλάσια αυτής των λοιπών εισαγωγών στις ΜΕΘ για τις άλλες ιογενείς πνευμονίες, που είναι στο 22%», αναφέρουν στα συμπεράσματα της μελέτης οι συντάκτες του άρθρου.
Και εξηγούν την παρατηρούμενη μείωση της θνησιμότητας των νοσηλευομένων στις ΜΕΘ λόγω COVID-19 «στο γεγονός ότι αποκτήθηκε γνώση σε παγκόσμια κλίμακα για την ασθένεια, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ενώ και τα κριτήρια εισαγωγής στις ΜΕΘ άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου, μειώνοντας έτσι την αρχική πίεση που δέχονταν οι ΜΕΘ παγκοσμίως».
Αλλά σύμφωνα με τους συντάκτες, «το σημαντικό μήνυμα της μελέτης είναι ότι η πανδημία εξελίσσεται αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη γνώση για τη νόσο, γεγονός που μας βοηθά να βελτιώσουμε την επιβίωση των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ».