Η προσβολή από τον ιό της γρίπης τύπου Α σε μικρή ηλικία μπορεί να καθορίζει πώς ο ιός θα επηρεάσει τους ανθρώπους στο μέλλον, καθώς και ποια θα είναι η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού κατά της γρίπης, επισημαίνει νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο eLife.
Η εποχική γρίπη είναι μια οξεία αναπνευστική λοίμωξη που προκαλείται από τους ιούς της γρίπης. Υπάρχουν τρεις τύποι της εποχικής γρίπης, οι Α, Β και Γ, με τον τελευταίο να απαντάται σπανιότερα. Δύο τύποι του ιού της γρίπης Α, οι Α (H1N1) και Α (H3N2), είναι αυτοί που ευθύνονται για τα περιστατικά εποχικής γρίπης σήμερα.
Η ταχεία μετάλλαξη του ιού της εποχικής γρίπης συντελεί στον μεγάλο αριθμό περιστατικών που σημειώνεται ετησίως, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και παιδιά ή ενήλικες που έχουν νοσήσει στο παρελθόν.
Ένα βασικό στοιχείο γνωστό στην ιατρική κοινότητα είναι πως η μεταδοτικότητα του ιού είναι διαφορετική ανά ηλικία, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν αν υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ευαισθησία στον ιό της γρίπης.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Philip Arevalo, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο εργαστήριο του Τμήματος Οικολογίας και Εξέλιξης, μέλος στο εργαστήριο της Δρ. Sarah Cobey του Πανεπιστημίου του Σικάγο, η πρόσφατη μελέτη εξέτασε αν αυτές οι διαφορές μπορούν να εξηγηθούν από την ανοσία που αποκτήθηκε μέσω εμβολιασμού για τη γρίπη στην παιδική ηλικία, η οποία εξασφάλισε τη μακρά ανοσολογική απόκριση σε μελλοντικές λοιμώξεις και την προστασία έναντι νέων υποτύπων του ιού της γρίπης Α.
Οι ερευνητές, χρησιμοποιώντας στατιστικά μοντέλα για τα κρούσματα γρίπης και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού για τις περιόδους 2007-2008 έως 2017-2018 από την επιδημιολογική μελέτη Marshfield Epidemiologic Study Area (MESA), στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ. Για κάθε περίοδο εποχικής γρίπης, άτομα σε μια καθορισμένη κοινοτική ομάδα ελέγχθηκαν για λοίμωξη από τον ιό όταν αναζήτησαν ιατρική φροντίδα για οξεία αναπνευστική λοίμωξη. Σε κάθε περίπτωση, επιλέγονταν άτομα ηλικίας άνω των έξι μηνών που ζούσαν στην περιοχή του Μάρσφιλντ και λάμβαναν τακτική φροντίδα από την κλινική της πόλης.
Η μελέτη έδειξε πως, παρά τις συνεχείς μεταλλάξεις των ιών H1N1 και H3N2, η πρώιμη έκθεση των ανθρώπων στον ιό μειώνει τις πιθανότητες ανάγκης ιατρικής περίθαλψης για λοιμώξεις από τον ίδιο υπότυπο μελλοντικά. Το αποτέλεσμα του εμβολιασμού ήταν ισχυρότερο στην περίπτωση του του H1N1 σε σύγκριση με τον H3N2. Το μοντέλο αποκάλυψε επίσης ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της γρίπης ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και το έτος γέννησης, υποδηλώνοντας τη σημασία της έγκαιρης επαφής με τον ιό.
Οι ερευνητές, ευελπιστώντας πως με τα νέα ευρήματα ενίσχυσαν την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία για την επιδημιολογία της γρίπης και τη χαμηλή ή μεταβαλλόμενη αποτελεσματικότητα των εμβολίων για την αντιμετώπισή της, προσβλέπουν σε καλύτερες στρατηγικές πρόληψης και εμβολιασμού για την καταπολέμηση των μελλοντικών περιστατικών.