Πολλές περισσότερες -περίπου διπλάσιες- γυναίκες νοσούν από Αλτσχάιμερ σε σχέση με τους άνδρες και οι επιστήμονες αναζητούν την αιτία γι’ αυτό. Μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη το αποδίδει κυρίως στις ορμονικές αλλαγές των γυναικών κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Λάιζα Μοσκόνι του Ιατρικού Κέντρου Weill Cornell του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο Neurology της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 85 γυναίκες και 36 άνδρες, 40 έως 65 ετών.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε γνωστικά/μνημονικά τεστ, σε ιατρικές εξετάσεις, καθώς επίσης σε απεικονιστικές εξετάσεις. Συγκεκριμένα, σε μαγνητική τομογραφία και σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) για να διαπιστωθεί κατά πόσο στον εγκέφαλό τους είχαν αρχίσει να σχηματίζονται πλάκες βήτα αμυλοειδούς, της τοξικής πρωτεΐνης που είναι το «σήμα κατατεθέν» της νόσου Αλτσχάιμερ.
Η μελέτη συνέκρινε τους άνδρες και τις γυναίκες με βάση τέσσερις βιοδείκτες-κλειδιά για την υγεία του εγκεφάλου: Τους όγκους της φαιάς και της λευκής ουσίας, την ύπαρξη πλακών βήτα αμυλοειδούς και τον ρυθμό που ο εγκέφαλος μεταβολίζει τη γλυκόζη, μία βασική ένδειξη εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες είχαν χειρότερες επιδόσεις και στους τέσσερις αυτούς δείκτες. Κατά μέσο όρο, είχαν 30% περισσότερες πλάκες αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους από ό,τι οι άνδρες, 22% μικρότερο ρυθμό μεταβολισμού γλυκόζης, καθώς επίσης 11% μικρότερο όγκο τόσο της φαιάς όσο και της λευκής εγκεφαλικής ουσίας.
«Περίπου τα δύο τρίτα των ανθρώπων που ζουν με τη νόσο Αλτσχάιμερ είναι γυναίκες και η γενική πεποίθηση είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι γυναίκες τείνουν να ζουν περισσότερο. Όμως, τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ορμονικοί παράγοντες μπορεί να εξηγούν τις αλλαγές στον εγκέφαλο. Η κατάσταση της εμμηνόπαυσης φαίνεται να είναι ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης για τις μεταβολές στον εγκέφαλο των γυναικών, που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ», δήλωσε η κ. Μοσκόνι.
«Οι μεσήλικες γυναίκες πιθανώς κινδυνεύουν περισσότερο από αυτήν τη νόσο λόγω των χαμηλότερων επιπέδων των ορμονών οιστρογόνων κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση», πρόσθεσε.
Πάντως, θα πρέπει να γίνουν μελέτες με περισσότερους συμμετέχοντες και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να επιβεβαιωθεί η παραπάνω εκτίμηση περί του ρόλου των ορμονών.