Αρκετά νωρίς σε σχέση με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι ο ιός SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19 κρύβεται στα κόπρανα. Αντίθετα, όμως, με τον ιό που εντοπίζεται στη βλέννα και το σάλιο, τα στελέχη του ιού που βρίσκονται στο υλικό των κοπράνων δεν είναι πλέον μεταδοτικά, αφού έχουν χάσει το προστατευτικό εξωτερικό τους στρώμα. Είναι κατά κύριο λόγο κομμάτια του RNA, του γενετικού υλικού του ιού, τα οποία, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα χρήσιμα, καθώς μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε το ξέσπασμα του ιού μέσω του συστήματος λυμάτων.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν το τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) για να βρουν ίχνη του SARS-CoV-2 σε λύματα που δεν έχουν υποβληθεί σε θεραπεία, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσε να σχηματιστεί ένα πολύτιμο κομμάτι παρακολούθησης της νόσου.
Αυτή τη στιγμή, τα επίσημα καθημερινά στοιχεία σχετικά με τα περιστατικά κορωνοϊού προέρχονται από ανθρώπους που νοσηλεύονται με τον ιό και από τα προγράμματα ελέγχου των κυβερνήσεων. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν αποτελούν καλούς δείκτες της πραγματικής επικράτησης της νόσου, καθώς δεν περιλαμβάνουν ανθρώπους με ήπια ή καθόλου συμπτώματα. (Πρόσφατη επανεξέταση δείχνει ότι σχεδόν το 40-45% των μολυσμένων από SARS-CoV-2 είναι ασυμπτωματικοί).
Καθώς οι χώρες ανά τον κόσμο εξέρχονται του lockdown, είναι σημαντικό να υπάρχει ένα καλύτερο σύστημα που να προειδοποιεί έγκαιρα και να σημαίνει συναγερμό για την επόμενη πιθανή περιοχή έξαρσης. Στο σημείο αυτό μπαίνει στο παιχνίδι η δειγματοληψία των λυμάτων, η οποία μπορεί να μας πει με αρκετά υψηλό βαθμό εγκυρότητας σε ποια περιοχή της χώρας η νόσος παραμένει ενεργή (στην περίπτωση που ένας στους 1.000 ανθρώπους έχει τη νόσο). Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να μας πει μια εβδομάδα πριν ότι η έξαρση είναι πιθανό να εκδηλωθεί σε μια συγκεκριμένη κοινότητα.
Ο ιός εντοπίζεται στα κόπρανα μέσα σε τρεις ημέρες από τη μόλυνση, διάστημα σημαντικά μικρότερο από το χρόνο που χρειάζεται για την ανάπτυξη συμπτωμάτων αρκετά σοβαρών που επιδέχονται νοσηλείας. Ενδεικτικά, μπορεί να χρειαστεί έως και δύο εβδομάδες από τη στιγμή που κάποιος μολύνεται μέχρι να λάβει σχετική διάγνωση.
Αντίστοιχα, ο χρόνος από τη δειγματοληψία μέχρι τα αποτελέσματα είναι περίπου 48 ώρες, επομένως έτσι μπορούμε να έχουμε μια εικόνα για το αν ο αριθμός των μολύνσεων αυξάνεται στην κοινότητα.
Ο σύντομος χρόνος των τεστ αυτών θα μπορούσε να προσφέρει σε όσους διαμορφώνουν τη σχετική στρατηγική μια πολύ καλή βάση, ώστε να αποφασίσουν ένα νέο lockdown στο πιο πρώιμο δυνατό στάδιο, με στόχο να ελέγξουν την εξάπλωση του ιού, αλλά και να τους ενημερώσει όταν η νόσος εξαφανίζεται ώστε να χαλαρώσουν τα μέτρα.
Τέλος, ένα δείγμα λυμάτων δε μπορεί να μας πει τον ακριβή αριθμό των ανθρώπων που νοσούν από την COVID-19, αλλά μας δίνει μια σαφή εικόνα για το αν τα περιστατικά της νόσου αυξάνονται ή μειώνονται. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η διαδικασία αυτή συμβαίνει για αρκετούς μήνες, υπάρχει μια σταθερή βάση εργασίας πάνω στο ζήτημα.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Διαδραστικός χάρτης αποτυπώνει τον αντίκτυπο του lockdown στην Ευρώπη
ΠΟΥ: Εξαιρετικά σπάνια η μετάδοση του κορωνοϊού από ασυμπτωματικούς
ΕΟΔΥ: «Η χώρα προετοιμάζεται για πιθανό δεύτερο κύμα κορωνοϊού»