Η κατανάλωση τροφίμων υψηλής περιεκτικότητα σε ίνες μπορεί να βελτιώσει το προσδόκιμο ζωής για τους πάσχοντες από διαβήτη σύμφωνα με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Otago.
Παγκοσμίως τα ποσοστά των πασχόντων από διαβήτη τύπου 2 είναι σε επιδημικά υψηλά ποσοστά. Σημειώνεται ότι η νόσος σχετίζεται με σοβαρές ιατρικές επιπλοκές και αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από τυχόν λοίμωξη από τον Sars-Cov-2.
Η πρώτη έρευνα που δημοσιεύθηκε στην PLOS Medicine και συνέλεξε στοιχεία απο 8300 ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 και 2 έδειξε ότι όσοι είχαν υψηλότερη διατροφική πρόσληψη φυτικών ινών είχαν και σημαντικά μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου συγκριτικά με όσους έτρωγαν τις λιγότερες ίνες.
Σε ότι αφορά τον ακριβή αριθμό γραμμαρίων οι ερευνητές βρήκαν ότι συγκριτικά με την κατανάλωση κατά μέσο όρο 19 γρ ινών την ημέρα, όσοι κατανάλωναν 35γρ την ημέρα είχαν 35% χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Andrew Reynolds συστήνει την αύξηση της κατανάλωσης δημητριακών ολικής άλεσης, λαχανικών και ολόκληρων φρούτων με σκοπό την αύξηση της πρόσληψης ινών.
Η ίδια ερευνητική ομάδα πρόεβη και σε ανάλυση των στοιχείων 42 μελετών με 1789 συμμετέχοντες, όπου οι ενήλικες με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 1 και 2 κατανάλωσαν περισσότερες φυτικές ίνες για τουλάχιστον έξι εβδομάδες.
Διαπίστωσαν συνεχείς βελτιώσεις στις τιμές της γλυκόζης αίματος, στα επίπεδα χοληστερόλης καθώς και μείωση του σωματικού βάρους όταν οι ενήλικες με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 1 και 2 κατανάλωσαν περισσότερες φυτικές ίνες ή αύξησαν την κατανάλωση τροφίμων ολικής άλεσης.
Ωστόσο η δεύτερη έρευνα των επιστημόνων έδειξε ότι δεν είναι όλα τα τρόφιμα με φυτικές ίνες ίσα – ενώ τα δημητριακά ολικής άλεσης είναι μια σημαντική πηγή ινών, τα οφέλη τους μπορεί να χαθούν όταν υποστούν μεγάλη επεξεργασία.
Η νέα έρευνα που αναμένεται να δημοσιευθεί στο Diabetes Care ο Δρ. Reynolds και ο καθηγητής Mann από το Πανεπιστήμιο του Otago είχε ως σκοπό να εξετάσει την επίδραση της επεξεργασίας τροφίμων στα οφέλη υγείας που παρέχουν τα τρόφιμα ολικής άλεσης.
Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν επί δεκαπέντε μέρες ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα ολικής όπως βρώμη και πολύσπορο ψωμί, και στη συνέχεια για τις επόμενες δεκαπέντε μέρες περισσότερο επεξεργασμένα τρόφιμα ολικής άλεσης όπως στιγμιαία βρώμη και πιο ραφιναρισμένο ψωμί.
«Τα τρόφιμα ολικής άλεσης θεωρούνται ωφέλιμα, αλλά όλο και περισσότερα προϊόντα που διατίθενται στο supermarket είναι υπερεπεξεργασμένα» σημειώνει ο καθηγητής Mann.
Τα αποτελέσματα έδειξαν βελτιωμένες τιμές των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μεταγευματικά καθώς και μειωμένη μεταβλητότητα των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα καθ ‘όλη τη διάρκεια της ημέρας, όταν οι συμμετέχοντες κατανάλωναν τα ελάχιστα επεξεργασμένα δημητριακά ολικής αλέσεως.
Τα αποτελέσματα μάλιστα ήταν πιο εντυπωσιακά μετά το πρωινό, καθώς τότε καταναλώνονταν τα περισσότερα τρόφιμα ολικής άλεσης.
Παρατηρήθηκε επίσης κάτι απροσδόκητο: μια ελαφρά μείωση του βάρους όσων έτρωγαν τα λιγότερο επεξεργασμένα τρόφιμα ολικής, καθώς και μια μικρή αύξηση των βάρους όσων έτρωγαν τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, μετά την περίοδο των δύο εβδομάδων.
«Τα παραπάνω ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι η επιλογή τροφίμων πλούσιων σε ίνες, φρούτων και φυλλωδών λαχανικών είναι ωφέλιμη για όλους και σημαντική για την διαχείριση νόσων όπως ο διαβήτης τύπου 1 και 2. Ωστόσο τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε ότι ο τρόπος επεξεργασίας των τροφίμων είναι εξίσου σημαντικός και σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα ολικής άλεσης μπορεί να τους στερήσει τα οφέλη» καταλήγει ο Δρ. Reynolds.