Την 1η Φεβρουαρίου 2020 ανακοινώθηκε ότι «εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό ορίζεται ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΟΔΥ Σωτήρης Τσιόδρας».
Τότε ελάχιστοι Ελληνες θα τον αναγνώριζαν εάν τον έβλεπαν π.χ. στον διάδρομο κάποιου νοσοκομείου. Και η φυσιογνωμία του θα παρέμενε άγνωστη ευρύτερα για μερικές εβδομάδες ακόμη. Ομως, η ανωνυμία τελείωσε οριστικά για τον ίδιο στις 26 Φεβρουαρίου, όταν και άρχισε να ενημερώνει μέσω τηλεόρασης τον ελληνικό λαό για την εξέλιξη της επιδημίας του Covid-19, αμέσως μετά την καταγραφή του πρώτου κρούσματος στη χώρα.
Θα χρειαζόταν σχετικά ελάχιστος χρόνος, μόλις λίγο περισσότερο από 40 ημέρες, έως ότου η Ελλάδα θα αναδείκνυε σε δημοφιλέστερο δημόσιο πρόσωπο της χώρας αυτό τον συνεσταλμένο, χαμηλόφωνο 55χρονο καθηγητή της Ιατρικής.
Στις 15 Απριλίου ο ALPHA παρουσίασε στο βραδινό δελτίο ειδήσεων τα ευρήματα της τελευταίας πανελλαδικής δημοσκόπησης που διεξήγαγε η εταιρεία Marc. Η αποδοχή του Σωτήρη Τσιόδρα είναι σχεδόν καθολική.
Σε ένα συντριπτικό ποσοστό 94,6% (81,6% θετικές γνώμες και 13,6% μάλλον θετικές) οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι έχουν θετική άποψη γι’ʼαυτόν. Δηλαδή για τον άνθρωπο ο οποίος εμφανίζεται στις τηλεοπτικές οθόνες κάθε απόγευμα στις 6, με ακρίβεια και συνέπεια σαν να έδινε φάρμακο σε ασθενή, για να μεταδώσει τα τελευταία νέα από το μέτωπο της πανδημίας στην Ελλάδα και τον κόσμο. Και επίσης για να μοιραστεί «με τους συμπολίτες μας», όπως συνηθίζει να λέει, κάθε είδους πληροφορία η οποία μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη στον κοινό αγώνα ενάντια σε μια θανάσιμα επικίνδυνη νόσο.
Πολύ συχνά, δε, δεν διστάζει να μοιραστεί τις προσωπικές του σκέψεις, με έναν τρόπο εντελώς ιδιαίτερο, μετρημένο, βαθιά ανθρώπινο και αναπόφευκτα συγκινητικό.
Θα πρέπει να ψάξει κανείς εξονυχιστικά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία για να εντοπίσει κάποια περίπτωση παρόμοια με αυτήν του κ. Τσιόδρα. Η εμπιστοσύνη που δείχνει στο πρόσωπό του σχεδόν σύσσωμος ο ελληνικός λαός και εν μέσω της χειρότερης υγειονομικής κρίσης που έπληξε ποτέ τη χώρα, πιθανότατα δεν έχει κανένα προηγούμενο.
Αυτό μαρτυρά, άλλωστε, το 94,6% της σφυγμομέτρησης. Η ίδια δημοσκόπηση, ωστόσο, αποκαλύπτει και άλλες, λίαν ενδιαφέρουσες, πτυχές του «φαινομένου Τσιόδρα». Οπως π.χ. ότι, προκειμένου να τον ακούσουν, οι Ελληνες άλλαξαν τις τηλεοπτικές τους συνήθειες. Σύμφωνα με την έρευνα της Marc, το 66,7% παρακολουθεί ανελλιπώς τις συνεντεύξεις Τύπου, εκτινάσσοντας την τηλεθέαση της ΕΡΤ στην έως πριν από λίγο καιρό κλινικά νεκρή απογευματινή της ζώνη.
Από πολιτική σκοπιά, συνεκτιμώντας τον παράγοντα της κομματικής προτίμησης βάσει της ψήφου των ερωτώμενων στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2019, η έρευνα της Marc δείχνει ότι το 97,8% όσων ψήφισαν Νέα Δημοκρατία τάσσεται υπέρ του καθηγητή. Το ίδιο και το 97,4% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ., το 96,4% του ΚΚΕ, το 81,8% του ΜέΡΑ25 κ.λπ. Ισως όμως το πιο αξιοσημείωτο σε αυτή την κατηγοριοποίηση είναι το πλήθος των υποστηρικτών του μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ: 93,8%.
Κι αν για τον ίδιο τον καθηγητή όλα αυτά είναι απλώς αριθμοί, στους οποίους δεν δίνει την παραμικρή σημασία εφόσον η αποστολή του είναι αμιγώς ιατρική και ούτε κατ’ ελάχιστον πολιτική, υπάρχουν άλλοι που εξαιτίας της δημοτικότητάς του έρχονται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Διότι αφενός το «μονοκούκι» του ελληνικού λαού στον κ. Τσιόδρα και αφετέρου η απολύτως μη-πολιτκή στάση του προκαλούν αμηχανία και σύγχυση σε κάποιους κομματικούς μηχανισμούς. Οι οποίοι θα ήθελαν πολύ να εκμεταλλευτούν πολιτικά όσα κάνει και όσα λέει, αλλά αδυνατούν, καθώς ο ίδιος δεν αφήνει καμία λαβή και καμία παράταξη να τον παρασύρει στην αρένα της πολιτικής, από αριστερά, δεξιά ή οπουδήποτε αλλού.
Στο ψυγείο του ΚΕΕΛΠΝΟ
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αντιπολίτευση, δεν είναι καθόλου άστοχη η παρατήρηση ότι «ο Τσιόδρας διχάζει τον ΣΥΡΙΖΑ». Και αυτό επειδή η μία τάση που διαμορφώθηκε εντός του πρώην κυβερνώντος κόμματος ήταν φανατικά υπέρ της άσκησης μιας τυφλής και έξαλλης κριτικής.
Η άλλη τάση ήταν να εκφραστούν δημόσιοι έπαινοι για τον κ. Τσιόδρα, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση της συναίνεσης και της ομόνοιας ενώπιον ενός εθνικού κινδύνου. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός δήλωσε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι «ο κ. Τσιόδρας είναι μια εξαιρετική επιλογή. Κι εμείς αν ήμασταν κυβέρνηση, αυτόν θα επιλέγαμε».
Βέβαια, ένα στοιχείο της ιστορίας που παραλείπεται είναι ότι με τον ίδιο τον κ. Ξανθό στη θέση του υπουργού Υγείας, με τον κ. Παύλο Πολάκη ως αναπληρωτή και επισταμένως ενασχολούμενο με την υποτιθέμενη εξυγίανση του ΚΕΕΛΠΝΟ, ο κ. Τσιόδρας είχε περιθωριοποιηθεί.
Χωρίς καμία αφορμή και χωρίς καμία δικαιολογία. Επιστημονικός συνεργάτης του φορέα από το 2001, με σταθερή και εγνωσμένη προσφορά, από το 2015 και εξής ο κ. Τσιόδρας αντιμετωπιζόταν περίπου σαν ανεπιθύμητος. Χωρίς να υπάρχει καμία υπόνοια ότι η ένταξή του στο ΚΕΕΛΠΝΟ είχε γίνει κατόπιν κομματικής εντολής από ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ. και όχι βάσει της επιστημοσύνης του, ο κ. Τσιόδρας στιγματίστηκε και παραγκωνίστηκε, αυθαίρετα, δήθεν σαν άνθρωπος των επάρατων κυβερνήσεων που είχαν προηγηθεί αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Και ως εκ τούτου μπήκε στον πάγο.
Βέβαια, για να αναπληρωθεί το κενό που άφηνε η αφαίρεση των αρμοδιοτήτων από τον κ. Τσιόδρα, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία άτομα για να μοιραστούν τον τομέα ευθύνης του, δηλαδή τις επιδημίες που παρακολουθεί το ΚΕΕΛΠΝΟ. Επρόκειτο περί μιας επιζήμιας για το Κέντρο κίνησης, μιας κατάφωρης αδικίας και μιας ακόμη μεγαλύτερης προσβολής στο επιστημονικό status του.
Παρ’ ολαʼαυτά, ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Στρέφοντας και το άλλο μάγουλο κατά κάποιον τρόπο, με απέραντη στωικότητα, όπως επισημαίνουν συνεργάτες του, συνέχισε να προσέρχεται στο ΚΕΕΛΠΝΟ σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μόνο και μόνο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προσπάθεια πρόληψης του ξεσπάσματος των επικίνδυνων μεταδοτικών νοσημάτων.
Εκείνη την περίοδο, ο κ. Τσιόδρας θα μπορούσε κάλλιστα να είχε επικαλεστεί τον, ούτως ή άλλως, υπερβολικά βαρύ φόρτο των υπολοίπων υποχρεώσεών του και να απέχει από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Επιλέγοντας, όμως, αυτή την τακτική της καρτερίας και της προσήλωσης στο καθήκον, χωρίς να το μεθοδεύσει ή να ενδιαφέρεται καν για το πολιτικό παιχνίδι που διαδραματίζεται γύρω του, εκθέτει τους όψιμους υποστηρικτές του εντός ΣΥΡΙΖΑ.
Οπότε μένει ανεξήγητο το πώς θα τον επέλεγε ο κ. Τσίπρας εάν ήταν σήμερα πρωθυπουργός, ενώ οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί του είχαν ήδη υποβιβάσει τον καθηγητή σε διακοσμητικό συνεργάτη εντός ΚΕΕΛΠΝΟ.
Υπ’ αυτή την έννοια είναι ίσως πιο συνεπής η γραμμή που εκφράζει ο Θανάσης Καρτερός, πρώην επικεφαλής του γραφείου Τύπου στο Μέγαρο Μαξίμου επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και ατύπως πρύτανης μιας ακραίας και ισοπεδωτικής, κατ’ επίφασιν αντιπολιτευτικής και κατ’ ουσίαν κανιβαλικής, ρητορικής: «Η σκηνή των σκηνών, που συγκίνησε περισσότερο κι από θρήνους συγγενών: ο Τσιόδρας να κλαίει βουβά επί του βήματος. Εσπασε ο Τσιόδρας, λύγισε ο Τσιόδρας, δάκρυσε ο Τσιόδρας, έκλαψε ο Τσιόδρας. Τίτλοι και παράθυρα, υπότιτλοι και φεγγίτες, ηχητικά και διαδικτυακά, με τον Τσιόδρα ασχολούνται. Οπου και να ΜΗΝ πας, Τσιόδρα ακούς και βλέπεις. Πανδημία δίχως Τσιόδρα, σκορδαλιά χωρίς τα σκόρδα».
Αυτό έγραψε ο κ. Καρτερός στην «Αυγή», διότι αυτά είδε τη στιγμή που ο κ. Τσιόδρας συγκινήθηκε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση και κόμπιασε καθώς αναφερόταν στους ηλικιωμένους.
Συγκεκριμένα, τα λόγια του καθηγητή που ερέθισαν τον εικονοκλαστικό οίστρο του Θανάση Καρτερού ήταν τα εξής: «Μου έγραψε κάποιος γνωστός μου, πολύ σοβαρός επιστήμονας, από τους παγκόσμια καταξιωμένους ανθρώπους, πως κάνουμε πολλή φασαρία για λίγους ηλικιωμένους και ανίκανους από τα χρόνια νοσήματα συμπολίτες μας. Η απάντηση που δίνω εσωτερικά μέσα μου και την αφήνω στην κρίση σας είναι πως το θαύμα της ιατρικής επιστήμης του 2020 είναι η παράταση της ποιοτικής επιβίωσης αυτών των ατόμων, πολλοί από τους οποίους είναι μανάδες και πατεράδες μας, είναι γιαγιάδες και παππούδες. Η απάντηση είναι πως τιμούμε όλους, σεβόμαστε όλους, προστατεύουμε όλους αλλά κατεξοχήν αυτούς. Δεν μπορούμε να υπάρχουμε ούτε να έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς».
Αλληλεγγύη και χριστιανική ευλάβεια
Ενας γιατρός και δη καθηγητής πανεπιστημίου με διεθνείς περγαμηνές, ο οποίος μιλά για αγάπη, αλληλεγγύη και ίσα δικαιώματα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας για όλους, μοιάζει κάπως παράταιρος με τον κυρίαρχο κυνισμό.
Σαν απομεινάρι μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ευγένειας, όπως αποδεικνύει με τις καθημερινές του παραινέσεις και συμβουλές εκτός κειμένου, ο κ. Τσιόδρας επιμένει να νοιάζεται για τους ηλικιωμένους, για τις οικογένειες που μένουν έγκλειστες και μπορούν να διολισθήσουν στην ένταση και τη βία, για τους μετανάστες και τους Ρομά, για κάθε ευάλωτη και ευπαθή ομάδα, νοιάζεται ακόμη και για τη μειονότητα των ανεύθυνων που αγνοούν τις οδηγίες του και π.χ. ταξιδεύουν για τη γιορτή του Πάσχα, παρά τις απαγορεύσεις.
Ακόμη και σε αυτούς εξηγεί υπομονετικά πώς θα πρέπει να κινηθούν, πώς να πλησιάσουν τυχόν ηλικιωμένους συγγενείς τους. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει στη γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουν, ασχέτως εάν πριν από μερικά δευτερόλεπτα αναφερόταν σε αλγορίθμους και μαθηματικά μοντέλα, καμπύλες εξέλιξης της επιδημίας και δείκτες διασποράς του ιού:
«Δεν μπορείς να πεις ότι “εγώ έχω τον πατέρα μου, ο οποίος είναι μόνος του και θέλω να πάω να τον δω”. Είναι καλύτερα να πας να του αφήσεις το φαγάκι και να φύγεις, παρά να πας και να κάτσεις μαζί του, μη γνωρίζοντας ότι είσαι φορέας του ιού και να του τον μεταδώσεις. Το “ωχ αδερφέ” και το “δεν βαριέσαι” δεν είναι γι’ αυτή την περίοδο. Ας το αφήσουμε λίγο. Ας το μειώσουμε ακόμα περισσότερο, ώστε να μπορούμε μετά να ξελασκάρουμε την κατάσταση. Ο ιός δεν κάνει διακρίσεις, το έχουμε πει. Είναι ένα πράγμα αόρατο. Αλλά δεν πρέπει να του δώσουμε αυτή την ευκαιρία αυτή τη στιγμή. Είμαστε σε καλό σημείο. Μη χαλάσουμε την εικόνα. Αυτήν την αίσθηση έχω και τα λέω απλά».
Μαθημένος να απαντά σε όλους, ίσως επειδή αυτό επιτάσσει η στοιχειώδης αγωγή και ο σεβασμός στους άλλους, ασχέτως εάν βυσσοδομούν εναντίον του, φάνηκε παράξενο το ότι ο δεν αντέδρασε κάπως στον Θανάση Καρτερό ή σε άλλους σχολιαστές παρομοίου φυράματος οι οποίοι διαγωνίστηκαν σε πρωτοτυπία χολερικών αναφορών στο άτομό του.
Κάποια αρθρογράφος, μάλιστα, χαρακτήρισε τον καθηγητή ως το «κατεξοχήν ανθρωπολογικό πρότυπο της κυρίαρχης δεξιάς». Κάποιοι άλλοι περιγέλασαν την αγάπη του για τον εκκλησιασμό και την ψαλτική. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι οικογενειακή παράδοση: ο κ. Τσιόδρας προέρχεται από οικογένεια ψαλτών. Οι γονείς του, αμφότεροι μετανάστες από την Πελοπόννησο στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1960, γνωρίστηκαν μέσα σε εκκλησία στην ελληνική παροικία του Σίδνεϊ όπου συνέπεσε να ψάλλουν και οι δύο. Ψάλτες είναι επίσης και οι δύο αδελφοί του καθηγητή.
Πέραν της χριστιανικής ευλάβειας, η οποία και αυτή είναι ίδιον της οικογένειας Τσιόδρα, ο καθηγητής έχει κάνει σπουδές Βυζαντινής Υμνωδίας παράλληλα με την Ιατρική. Λέγεται μάλιστα ότι προς την ίδια κατεύθυνση έχει ωθήσει και τα παιδιά του. Το μεγαλύτερο εκ των οποίων, ο πρωτότοκος γιος του, επί του παρόντος εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και προαλείφεται για καριέρα ανάλογη του πατρός του ύστερα από τις σπουδές Ιατρικής στις ΗΠΑ.
Το μικρότερο τέκνο είναι ένα κορίτσι 7 χρονών. Από ό,τι φαίνεται, όμως, ο σαρκασμός για την ψαλτική ήταν το ευαίσθητο σημείο του καθηγητή, εξ ου και ενέδωσε στον πειρασμό να ανοίξει διάλογο με ένα τρολ του Twitter, κρυπτόμενο υπό το ψευδώνυμο «To_pouli_tou_Rouli». Το τρολ έγραψε «αύριο σε ποια εκκλησία θα ψαλλετε; Να μην γυρίζουν όλες τις εκκλησίες οι πιστοί και γίνονται ουρές παντού» σαρκάζοντας την επίσκεψη του κ. Τσιόδρα, στις 22 Μαρτίου, στον ναό της Αναστάσεως στα Σπάτα, όπου και συμμετείχε ως ψάλτης στη δέηση. Η δική του εκδοχή ήταν «με ειδική άδεια κι 1 άτομο σε 1000 τετ. μέτρα – αυτός είναι ο ρατσισμός για τον οποίο μιλάω κι εσείς αγαπητέ φίλε δεν καταλαβαίνετε».
Η επιλογή του Μαξίμου
Η προσγείωση του κ. Τσιόδρα στην καθημερινότητα των Ελλήνων φυσικά δεν αποδίδεται σε κάποιο θαύμα. Η σοβαρότητα και η ολοκληρωμένη γνώση του αντικειμένου, μαζί με την ψυχραιμία και τη μετριοφροσύνη του, έπεισαν αμέσως τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι αυτός ήταν ο κατεξοχήν κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση του επιτελάρχη στην εκστρατεία κατά του κορωνοϊού.
Προηγουμένως όμως, τότε που η Λοιμωξιολογία έμοιαζε με έναν κλάδο της Ιατρικής που δεν θα απασχολούσε ποτέ σοβαρά την πλειονότητα των Ελλήνων, πόσο μάλλον να επιβάλλει τον κατ’ οίκον περιορισμό σε όλη την επικράτεια, το όνομα «Τσιόδρας» μόνο άγνωστο δεν ήταν στην ιατρική κοινότητα και το υπουργείο Υγείας.
Το 2009 ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ήταν ο πρώτος από τους αρμόδιους υπουργούς που διαπίστωσε ότι οι διαγνώσεις του -τότε για τη γρίπη Η1Ν1- ήταν ανεκτίμητες. Οπως και το χάρισμά του να εκλαϊκεύει την ιατρική ορολογία και πρακτική προκειμένου να τη μεταδώσει σε δημοσιογράφους και κοινό. Κάποια μέρα, μάλιστα, ο καθηγητής είχε ξεκινήσει από το υπουργείο, στην Αριστοτέλους, προς το σπίτι του στην Κηφισιά, όταν ο υπουργός τού ζήτησε να επιστρέψει για να ενημερώσει ο ίδιος τους δημοσιογράφους. Εξυπακούεται ότι ο κ. Τσιόδρας έκανε αναστροφή – λαμβάνοντας έτσι από τότε το βάπτισμα του πυρός ως έκτακτος εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας.
Μία πενταετία αργότερα, το 2014, ήταν η σειρά του τότε υπουργού υγείας Αδώνιδος Γεωργιάδη να τον αξιοποιήσει, ζητώντας κατεπειγόντως τη συνδρομή του για έναν τύπο κορωνοϊού που εντοπίστηκε στον οργανισμό επαναπατριζόμενου Ελληνα από τη Σαουδική Αραβία. Εν ολίγοις, ο κ. Τσιόδρας με τον ήρεμο και χαμηλότονο τρόπο του ήταν πάντα εκεί όπου χρειαζόταν. Αλλωστε, από το 2001, δηλαδή από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση να διακόψει την πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία του στις ΗΠΑ και να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του, θεωρούνταν, κατά γενική ομολογία των συναδέλφων του, ό,τι πιο κοντινό σε αυθεντία στα λοιμώδη νοσήματα διαθέτει η εγχώρια ιατρική κοινότητα.
Κάθε απόγευμα στις 6
Οπως λένε άτομα που τον συναναστρέφονται καθημερινά και που δυσκολεύονται να εντοπίσουν κάτι μεμπτό στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, ο κ. Τσιόδρας επιμένει, σχεδόν προκλητικά, κόντρα στο πνεύμα των καιρών, να συμπεριφέρεται σαν αντι-ήρωας, καθώς ενσαρκώνει το προ πολλού εγκαταλειμμένο, το ελάχιστα ελκυστικό, το «ντεμοντέ» σύνδρομο του Καλού Σαμαρείτη.
Παρ’ όλαʼαυτά, όπως συμβαίνει συχνά σε σχέσεις οι οποίες γεννιούνται υπό συνθήκες ανώμαλες ή και τραγικές, ο πολύ στενός και ξεχωριστός δεσμός που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στους Ελληνες και τον ίδιο εμπεριέχει εκ φύσεως μια αντίφαση: όσο περισσότερο τον εκτιμούν τόσο περισσότερο ανυπομονούν για τη στιγμή που δεν θα τον βλέπουν πια στην οθόνη της τηλεόρασής τους.
Αυτό βέβαια δεν είναι παράδοξο, είναι απλώς κομμάτι της νομοτέλειας. Και ουδόλως πτοεί τον ίδιο τον καθηγητή, ο οποίος συνεχίζει και για όσο θα είναι απαραίτητο, να μπαίνει στα σπίτια των Ελλήνων κάθε απόγευμα στις 6, σαν γιατρός που επισκέπτεται ασθενείς, σαν δάσκαλος που συναντά τους φοιτητές του, αλλά και σαν στενός συγγενής.
Είναι πραγματικά παράξενος, εφόσον είναι και ελάχιστα συνηθισμένος ο τρόπος με τον οποίο ο καθηγητής απευθύνεται στον λαό, αναμειγνύοντας όλες του τις ιδιότητες σχεδόν σε κάθε του φράση. Διότι πολύ σπάνια θα μπορούσε ένας γιατρός -και δη με τις δικές του λαμπρές περγαμηνές και τη δική του επιστημονική κατάρτιση- να χρησιμοποιεί φράσεις όπως «δεν μπορώ, ούτε θα μπορέσω να συνηθίσω, όπως και όλοι μας, τους θανάτους αυτής της πανδημίας. Είναι η τεράστια απώλεια των αγαπημένων μας, είναι η πληγή στην καρδιά μας».
Είναι εύκολο για έναν γιατρό να οχυρώνεται πίσω από την ψυχρή επιστημονική ορολογία, να απαριθμεί θύματα σαν να μην αφορούσαν σε ανθρώπινα όντα και σε αμέτρητες μικρές τραγωδίες, να απευθύνει αυστηρές οδηγίες που πρέπει να τηρηθούν απαρέγκλιτα. Και είναι δύσκολο, αλλά αφάνταστα πιο γενναίο και ανθρώπινο, όταν ένας επιστήμονας συμμερίζεται την οδύνη και τον θρήνο, επιτρέποντας στον εαυτό του να δείξει ειλικρινή συμπόνια.
Πίστη στην επιστήμη
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον να αναλύσει κανείς σημειολογικά τη δημόσια παρουσία του κ. Τσιόδρα. Το πώς η αποφασιστικότητα και η πεποίθηση ότι η κρίση θα ξεπεραστεί με τη συνεργασία και την πίστη στην επιστήμη συνδυάζονται κάθε στιγμή με τις ανεπαίσθητες αλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου του, με τη συνεσταλμένη στάση του σώματός του, με το λεξιλόγιο και το ύφος του, με το βλέμμα του.
Αυτό το τελευταίο προδίδει μια γνήσια και διαρκή ανησυχία για το εάν γίνεται κατανοητός, κυρίως όμως για το εάν θα εφαρμοστούν αυτά που συστήνει. Σε έναν κόσμο αποσυντονισμένο, ξεχαρβαλωμένο εξαιτίας της πανδημίας και του διάχυτου τρόμου, ανάμεσα σε ανθρώπους που πασχίζουν να αποβάλλουν συνήθειες αιώνων, όπως το να μάθουν να χαιρετιούνται ακουμπώντας τους πήχεις των χεριών τους εφόσον η χειραψία ισοδυναμεί περίπου με έγκλημα, ο κ. Τσιόδρας καθιερώνει τα δικά του σινιάλα: υψωμένο δεξί χέρι με το σήμα της νίκης, σκυμμένο κεφάλι και χαμηλωμένο βλέμμα.
Παρά την αντίφαση των συμβολισμών, το μήνυμά του είναι ξεκάθαρο: «Θα νικήσουμε την αρρώστια – αλλά θα πρέπει να είμαστε σεμνοί και προσεκτικοί. Να μη βιαστούμε να πανηγυρίσουμε, γιατί ο ιός θα μας εκδικηθεί».
Παίρνουμε τη ζωή μας πίσω – Η άρση των μέτρων από τον Μάιο
Σοκ: Ο κορωνοϊός «χτυπάει» όλα τα αγγεία του ανθρώπου!
Νεκρός από κορωνοϊό 35χρονος χωρίς υποκείμενο νόσημα – 119 οι νεκροί