Μεταξύ των αβεβαιοτήτων σχετικά με τη νόσο Covid-19 είναι και το πώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα ανταποκρίνεται στη λοίμωξη, πόσο μεγάλο είναι το ποσοστό των ασυμπτωματικών φορέων, τι σημαίνει αυτό για τη διάδοση της νόσου, και ποια είναι τα ποσοστά ανοσίας στον πληθυσμό. Δεν γνωρίζουμε επί του παρόντος ούτε ποιος βαθμός παραγωγής αντισωμάτων είναι ο δείκτης επαρκούς ανοσίας. Άτομα με προηγουμένη λοίμωξη στον ίδιο ιό μπορεί να διαφέρουν αναφορικά με τα επίπεδα παραγωγής αντισωμάτων. Μόνο αποτελέσματα από την Κίνα θα μπορούσαν να μας δώσουν επιδημιολογικές και ανοσολογικές πληροφορίες, αλλά και αυτά θα αντικατοπτρίζουν την εικόνα ανοσίας του πληθυσμού μετά από έκθεση λίγων μηνών
Για να απαντηθούν επιστημονικά αυτά τα ερωτήματα, ώστε να μην βασιζόμαστε σε υποθέσεις εργασίας που προκύπτουν από μοντελοποίηση της νόσου ή συσχετισμούς με συγγενείς ιούς, είναι απαραίτητο να διεξαχθούν και να αποφανθούν στοχευμένες κλινικές μελέτες ανοσίας ανά χώρα. Ο σχεδιασμός έγκυρων επιδημιολογικών μελετών δεν είναι εύκολος. Η ανίχνευση του ρόλου της προηγούμενης έκθεσης σε άλλους συγγενείς παθογόνους παράγοντες είναι ένα παράδειγμα «σύγχυσης» για τους ερευνητές και τους επιδημιολόγους.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να χρησιμοποιηθεί η ίδια μεθοδολογία δειγματοληψίας και η ίδια μέθοδος μέτρησης παντού, ακόμα και εάν ο αριθμός των συμμετεχόντων είναι στατιστικά σημαντικός αλλά διαφορετικός. Η δική μου πρόταση, συγκεκριμένα για την Ευρώπη, αφορά την οριοθέτηση του πλαισίου των σημαντικών παραμέτρων προς αξιολόγηση: η στοιχειοθέτηση και η τελική συλλογή δεδομένων και ανάλυση να γίνει υπό την αιγίδα της Eurostat σε συνεργασία με τις στατιστικές υπηρεσίες όλων των κρατών μελών.
Ο συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Γνωρίζουμε πως η Γερμανία, πρώτη στην Ευρώπη, ξεκινά την επόμενη εβδομάδα μελέτες ανοσίας μεγάλης κλίμακας. Τρεις μελέτες θα διεξαχθούν από κοινού από το Ινστιτούτο Robert Koch, το Ινστιτούτο Ιολογίας στο Νοσοκομείο Charité του Βερολίνου και το Κέντρο Helmholtz for Infection Research στο Braunschweig. Στην πρώτη, θα ληφθούν μέχρι και 15.000 δείγματα αίματος κάθε 14 ημέρες, ενώ η δεύτερη θα επικεντρωθεί στις τέσσερις περιοχές που πλήγηκαν χειρότερα από τον ιό, με περίπου 2.000 δείγματα αίματος. Οι πρώτες δυο μελέτες θα αρχίσουν την επόμενη εβδομάδα, με τα πρώτα αποτελέσματα να αναμένονται τον Μάιο. Στην τρίτη που θα ξεκινήσει τον Μάιο, θα εξεταστούν για αντισώματα 15.000 άτομα σε 150 περιοχές της Γερμανίας.
Η Φινλανδία επίσης, ξεκινά μιας μικρότερης κλίμακας μελέτη ανοσίας, αρχικά με 750 διαφορετικούς εθελοντές ανά εβδομάδα. Η μελέτη θα διεξαχθεί από το Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας της Φινλανδίας (THL) και θα χρησιμοποιήσει τεστ αντισωμάτων. Θα επικεντρωθεί αρχικά σε ενήλικες (σε ηλικία ικανή για εργασία) στην πρωτεύουσα και θα επεκταθεί αριθμητικά και σταδιακά γεωγραφικά σε όλη τη χώρα και σε όλες τις ηλικίες.
Προς το παρόν, προχωράμε επιφυλακτικά υποθέτοντας πως μόνο μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού έχει ανοσία έναντι του SARS-CoV-2, ακόμη και σε περιοχές που πλήττονται σκληρά. Πώς εξελίσσεται αυτή η εικόνα με την συνεχή τροφοδότηση κλινικών δεδομένων; Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι θα μπορούσε να αλλάξει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο ευαίσθητα και συγκεκριμένα είναι τα διάφορα τεστ αντισωμάτων και αν μπορούν να αποφύγουν ψευδείς θετικές διαγνώσεις λόγω ομοιότητας των αντισωμάτων σε σχετικούς ιούς. Αυτό που είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο για να υπολογιστεί η έκταση της ανοσίας τής αγέλης, αλλά και για να διαπιστωθεί εάν κάποιοι άνθρωποι μπορούν να επανέλθουν στην κοινωνία με ασφάλεια χωρίς να μολυνθούν ξανά ή να είναι φορείς, είναι η διάρκεια της ανοσίας. Μέχρι να έχουμε απαντήσεις για την ανοσία όμως, τι μπορούν να κάνουν οι επιστήμονες αλλά και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων που βασίζονται στην επιστήμη για να εφαρμόσουν την κατάλληλη πολιτική εξόδου από τα μέτρα;
Ο Marc Lipsitch (καθηγητής επιδημιολογίας και ανοσολογίας και λοιμωδών νοσημάτων στο Χάρβαρντ Τ.Η. Chan School of Public Health, όπου διευθύνει επίσης το Κέντρο για τη Δυναμική των Μεταδοτικών Νόσων) σε άρθρο του στους New York Times εξηγεί πως «παίρνονται αποφάσεις με μεγάλες συνέπειες, όπως οφείλουν, μόνο με βάση αναλαμπές επιστημονικών δεδομένων». Η καλύτερη προσέγγιση σύμφωνα με τον Lipsitch είναι η κατασκευή ενός εννοιολογικού μοντέλου, δηλαδή ενός συνόλου υποθέσεων σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει η ανοσία – με βάση τις τρέχουσες γνώσεις του ανοσοποιητικού συστήματος και πληροφορίες σχετικά με τους συγγενείς ιούς.
Αλλά συνιστά προσοχή γιατί όπως σε κάθε μοντελοποίηση, πρέπει να ακολουθεί, η έρευνα με βελτίωση του μοντέλου ή/και επιβεβαίωση της θεωρίας με παρατήρηση και πειράματα.
Αν συνοψίσουμε το άρθρο μαθαίνουμε πως:
1. Ανάλυση χιλιάδων περιπτώσεων εποχικών κορωνοϊών στις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας μαθηματικό μοντελοποίηση έδειξε ότι η ανοσία ενός έτους περίπου είναι πιθανή για τους δύο εποχιακούς κορωνοϊούς που σχετίζονται περισσότερο με το SARS-CoV-2. Αυτό δίνει μια πιθανή ένδειξη για το πώς θα μπορούσε να συμπεριφερθεί η ανθρώπινη ανοσία απέναντι στον SARS-CoV-2.
2. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν ανοσία στον ιό, ένα μολυσμένο άτομο έχει όλο και λιγότερες πιθανότητες να έρθει σε επαφή με ένα πρόσωπο ευπαθή σε λοίμωξη. Δηλαδή, τελικά, η ανοσία της αγέλης για αυτό τον ιό γίνεται παράμετρος της κοινωνίας.
3. Mια πρόσφατη μελέτη (η οποία όμως δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί) λέει πως οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν 100 ή ακόμη και 1.000 φορές μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων σε σχέση με τον αριθμό που αναφέρεται. Η εκτίμηση είναι πρώιμη και έμμεση και κρίνεται σαν έμμεση απόρροια στατιστικών συσχετισμών, αλλά μπορεί να είναι ενδείξη για μελλοντικά ευρήματα.
4. Δεν έχουν διεξαχθεί ενδελεχή πειράματα για μελέτη ανοσίας σε SARS και MERS. Αλλά οι μετρήσεις των αντισωμάτων στο αίμα πρώην νοσούντων υποδηλώνουν δύο χρόνια ανοσία για το SARS, και σχεδόν τρία χρόνια για το MERS.
Απαιτείται περισσότερη έρευνα για σχεδόν όλες τις πτυχές αυτού του νέου ιού, αλλά σε αυτήν την πανδημία, όπως και σε προηγούμενες, πρέπει να ληφθούν αποφάσεις με μεγάλες συνέπειες πριν από την εισαγωγή οριστικών δεδομένων. Δεδομένης αυτής της επείγουσας ανάγκης, η συνεχής ενημέρωση και προσεκτική ερμηνεία των αποτελεσμάτων των μελετών από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων είναι πιο κρίσιμη από ποτέ.