Η αύξηση των «fake news» -περιλαμβανομένης της παραπληροφόρησης και των λανθασμένων συμβουλών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- μπορεί να επιδεινώσει επιδημίες όπως η παρούσα με τον κορωνοϊό COVID-19, σύμφωνα με μια έρευνα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σε μια ανάλυση για τον τρόπο με τον οποίον η εξάπλωση της παραπληροφόρησης επηρεάζει τη διάδοση της νόσου, επιστήμονες του East Anglia University (UEA) της Βρετανίας δήλωσαν ότι τυχόν επιτυχημένες προσπάθειες να εμποδιστούν οι πολίτες να μοιράζονται τα fake news μπορούν να βοηθήσουν να σωθούν ζωές.
«Αναφορικά με τον κορωνοϊό COVID-19, έχουν κυκλοφορήσει στο ίντερνετ πολλές εικασίες, παραπληροφόρηση και ψευδείς ειδήσεις για το πώς ξεκίνησε ο ιός, τι τον προκαλεί και πώς εξαπλώνεται», δήλωσε ο Πολ Χάντερ, ένας καθηγητής Ιατρικής στο UEA, ο οποίος συνυπογράφει την μελέτη.
«Παραπληροφόρηση σημαίνει ότι λανθασμένες συμβουλές μπορεί να κυκλοφορήσουν πολύ γρήγορα και να αλλάξουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ωθώντας την να αναλάβει μεγαλύτερο ρίσκο», προσθέτει.
Στην έρευνά της, η ομάδα του Χάντερ επικεντρώθηκε σε τρεις άλλες μολυσματικές νόσους -γρίπη, ευλογιά των πιθήκων και νοροϊός- αλλά είπε ότι τα ευρήματά της μπορούν επίσης να φανούν χρήσιμα για την διαχείριση της κρίσης με τον κοροναϊό.
200202144740_coronavirus
«Τα fake news κατασκευάζονται χωρίς κανέναν σεβασμό προς την αξιοπιστία και συχνά βασίζονται σε θεωρίες συνωμοσίας», τόνισε ο Χάντερ.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες δημιούργησαν θεωρητικές προσομοιώσεις επιδημιών γρίπης, ευλογιάς των πιθήκων και νοροϊού.
Τα μοντέλα τους έλαβαν υπόψη τους μελέτες πραγματικής συμπεριφοράς, τρόπους εξάπλωσης διαφορετικών ασθενειών, τις περιόδους επώασης και ανάρρωσης καθώς και την ταχύτητα και την συχνότητα των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον διαμοιρασμό της πληροφορίας στην πραγματική ζωή.
Επίσης έλαβαν υπόψη τους πώς η μικρή εμπιστοσύνη στις αρμόδιες αρχές συνδέεται με την τάση να πιστεύει κάποιος σε θεωρίες συνωμοσίας, τον τρόπο διάδρασης των ανθρώπων σε «πληροφορίες-φούσκες» που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και το γεγονός ότι «δυστυχώς οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να μοιραστούν κακές συμβουλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με καλές συμβουλές από αξιόπιστες πηγές», σημείωσε ο Χάντερ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια μείωση 10% του ποσοστού επικίνδυνων συμβουλών που διακινούνται έχει θετικό αντίκτυπο στην ένταση μιας επιδημίας, ενώ κάνοντας το 20% ενός πληθυσμού ανίκανο να μοιραστεί επικίνδυνες συμβουλές φέρνει το ίδιο θετικό αποτέλεσμα.