Την πρωτιά στην κατάχρηση αντιβιοτικών και των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων κατέχει η Ελλάδα, υπενθύμισαν οι συμμετέχοντες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), κι ενώ το υπουργείο Υγείας απέτυχε να καταθέσει μια ώριμη πρόταση για τη διαχείριση των λοιμώξεων χάνοντας μέρος της χρηματικής δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την Υγεία.
Όπως ανέφερε η κυρία Ελένη Γιαμαρέλλου, Ομότιμη Καθηγήτρια Παθολογίας ΕΚΠΑ-Λοιμωξιολόγος, Διευθύντρια, Α’ Παθολογική-Λοιμωξιολογική Κλινική Νοσοκομείου «ΥΓΕΙΑ», Πρόεδρος ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας, Ακαδημαϊκός Academia Europaea, «σύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας επίσημης έρευνας του ΚΕΕΛΠΝΟ (Νοέμβριος 2015) ένας στους δύο ενήλικες (άνω των 18 ετών) είχε πάρει αντιβιοτικά τον τελευταίο χρόνο και το 71% των παιδιών (κάτω των 18 ετών). Ένας στους τέσσερις που παίρνει αντιβιοτικά το κάνει χωρίς συνταγή γιατρού, είτε αγοράζοντας το (15,6%) είτε έχοντας στο σπίτι από προηγούμενη χρήση (36%) για απλές περιπτώσεις συναχιού (90,7%) πονόλαιμου (76,8%) πυρετού (66,9%) διάρροιας (90,8%) δηλαδή, 100% για ιώσεις».
Επίσης η κυρία Γιαμαρέλλου αναφέρθηκε σε στοιχεία για την νοσοκομειακή υπερκατανάλωση των αντιβιοτικών στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι στο 55% των ασθενών, χορηγούνται αντιβιοτικά ενώ δεν θα έπρεπε να ξεπερνούν το 30%, βρίσκονται δηλαδή 67% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο κ. Αθανάσιος Τσακρής, Καθηγητής Μικροβιολογίας, Διευθυντής, Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ αναφερόμενος στην επιδημιολογία της μικροβιακής αντοχής εντός κοινότητας, συμπλήρωσε ότι «το 2017, η κατανάλωση αντιβιοτικών για συστημική χρήση στην κοινότητα (δηλαδή εκτός των νοσοκομείων) ήταν 21,8 καθορισμένη ημερήσια δόση (DDD) ανά 1.000 κατοίκους ανά ημέρα, κυμαινόμενη από 10,1 στις Κάτω Χώρες έως 33,6 στην Κύπρο. Κατά την περίοδο 2013-2017: παρατηρήθηκε πτωτική τάση για τη Φινλανδία, τη Γερμανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο».
«Η λήψη μέτρων με σκοπό τον περιορισμό του φαινομένου είναι επιβεβλημένη» επεσήμανε ο κ. Σεραφείμ Ζήκας, φαρμακοποιός, Β’ Αντιπρόεδρος του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου. «Η χώρα μας κατέχει την παγκόσμια πρωτιά στα ποσοστά κατανάλωσης των αντιβιοτικών φαρμάκων, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στις υψηλότερες βαθμίδες βακτηριακής αντοχής, η οποία υπολογίζεται ότι μέχρι το 2050 θα επιφέρει πάνω από 70.000 θανάτους».
Η μικροβιακή αντοχή μιας κοστίζει ακριβά
Αναφερόμενος στις οικονομικές επιπτώσεις της μικροβιακής αντοχής ο κ. Κώστας Αθανασάκης Οικονομολόγος Υγείας, τόνισε ότι η μικροβιακή αντοχή είναι ένα παγκόσμιο αλλά και ελληνικό πρόβλημα. Μια σοβαρή απειλή για την κοινωνική ευημερία. «Η μικροβιακή αντοχή οδηγεί σε αυξημένες ανάγκες φροντίδας αλλά και σημαντικές δαπάνες για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Για τον ασθενή ενδεχόμενη θνησιμότητα, κακή ποιότητα ζωής, απουσία από την εργασία/ διαφυγόντα έσοδα. Για το νοσοκομείο οικονομική από την νοσηλεία αλλά και την ανάγκη ανάπτυξης δομών. Για παράδειγμα το κόστος ανά ημέρα νοσηλείας στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία (συμπεριλαμβανομένων των μισθών του προσωπικού) είναι περί τα 450 ευρώ ανά ημέρα και στην εντατική, περί τα 1.800 ευρώ, με μέσο όρο νοσηλείας τις δέκα ημέρες. Η χώρα χάνει περίπου 1,83 δισ. ευρώ το χρόνο λόγω της αντοχής (φάρμακα, νοσηλεία, έλλειμμα παραγωγικότητας κ.α). Η αντοχή είναι στην πρώτη δεκάδα των παθήσεων για το κόστος στο σύστημα υγείας, όπως η καρδιακή νόσος, τα νεοπλάσματα, ο διαβήτης», εξήγησε.
Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΣΔΥ επεσήμανε ότι η μικροβιακή αντοχή είναι ένας παγκόσμιος καταστροφικός κίνδυνος που αν δεν αντιμετωπιστεί, τις επιπτώσεις της σε πολλαπλάσιο βαθμό θα υποστούν οι μετέπειτα γενεές. «Για να αλλάξει η κατάσταση και η Ελλάδα να φύγει από τις πρώτες θέσεις με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αντιβιοτικών και τη μικροβιακή αντοχή απαιτείται πρόληψη λοιμώξεων, σωστή θεραπεία και σωστή χρήση αντιβιοτικών. Κάτι που πρέπει να γίνει συνείδηση όλων, καθώς το τέλος των “θαυμαστών φαρμάκων” είναι επί θύρας, εφόσον δεν έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαετία ούτε πρόκειται να κυκλοφορήσουν τουλάχιστον για μια δεκαετία νεότερα αντιβιοτικά δραστικά στα ανθεκτικά μικρόβια», τόνισε ο κ. Κυριόπουλος.
Ο κ. Αλκιβιάδης Βατόπουλος, Κοσμήτωρ, Καθηγητής Μικροβιολογίας, είπε ότι «η μικροβιακή αντοχή αποτελεί ένα βιολογικό φαινόμενο με πολιτικές, οικονομικές και διοικητικές διαστάσεις που για την αντιμετώπιση του, απαιτείται η συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων και κυρίως απαιτείται πολιτική βούληση». Ενώ ο κ. Παναγιώτης Γαργαλιάνος – Κακολύρης Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος και Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων και συμπλήρωσε: «Δεν μπορούμε πλέον να μένουμε σε διαπιστώσεις πρέπει να περάσουμε στις δράσεις. Δράσεις που προϋποθέτουν συνεργασίες μεταξύ της Πολιτείας, της Επιστημονικής Κοινότητας και όλων των εμπλεκόμενων φορέων, στο πλαίσιο ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης. Είμαστε στις πρώτες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με συνέπεια να υπάρχει ανάπτυξη της μικροβιακής αντοχής, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη θνητότητα και υψηλό κόστος υπηρεσιών υγείας».
Ο κ. Αχιλλέας Γκίκας, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, πάντως αφού υπενθύμισε ότι «τα παραδείγματα μας δείχνουν ότι παρά το πρόβλημα που υπάρχει διεθνώς, έχουν σημειωθεί θετικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται στην εφαρμογή αυστηρών μέτρων όπως π.χ. απομόνωση των ασθενών που έχουν προσβληθεί από πολυανθεκτικά μικρόβια, ειδική φροντίδα μέσα σε μονάδες από ειδικό προσωπικό το οποίο ασχολείται μόνο με αυτούς τους ασθενείς, σχολαστική καθαριότητα των χεριών με αλκοολούχα διαλύματα και γενικά από την εφαρμογή μιας σειράς αποτελεσματικής δέσμης ενεργειών. Στο νοσοκομειακό περιβάλλον όλοι πρέπει να λειτουργούν βάσει των κανόνων (υγιεινή γιατρών, νοσηλευτών, ασθενών, επισκεπτών, συνθήκες νοσηλείας)».
Στις προϋποθέσεις για μια Πολιτική Διαχείρισης και Ελέγχου της Μικροβιακής Αντοχής στην Ελλάδα οι συμμετέχοντες στη συζήτηση στρογγυλής Τράπεζας κ.κ. Γιώργος Δάικος ομότιμος καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, και Νικόλας Σύψας Παθολόγος Λοιμωξιολόγος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή Αθηνών ΕΚΠΑ, υπεύθυνος Μονάδας Λοιμώξεων Κλινικής Παθολογικής Φυσιολογίας, Πρόεδρος, της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων του ΓΝΑ «Λαϊκό», τόνισαν ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος κρίνεται απαραίτητη η χρηματοδότηση των προγραμμάτων ελέγχου λοιμώξεων καθώς και δημιουργία Τμημάτων Ελέγχου Λοιμώξεων στα ελληνικά νοσοκομεία και η ύπαρξη τουλάχιστον ενός λοιμωξιολόγου, σε κάθε νοσοκομείο της χώρας. Κι ενώ τα πρώτα αποτελέσματα από την εφαρμογή ενός ασφαλούς προγράμματος επιτήρησης κατανάλωσης αντιβιοτικών διαφαίνονται θετικά, οι δύο ομιλητές υπογράμμισαν ότι πρέπει να δοθεί περαιτέρω ώθηση με επένδυση σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, εκπαίδευση και συνεχή επιμόρφωση και διαδικασίες αξιολόγησης.
Σημειώνεται πάντως, πως ο υπουργός Υγείας, κ. Ανδρέας Ξανθός ερωτηθείς από το ygeiamou.gr στη διάρκεια συνέντευξης τύπου για ποιο λόγο δεν κατέστη δυνατό να κατατεθεί από το υπουργείο ή τους εποπτευόμενους φορείς ώριμη και ολοκληρωμένη μελέτη για τον περιορισμό των λοιμώξεων μέσα στο ΕΣΥ δεδομένου ότι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος θα χρηματοδοτούσε την υλοποίησή της, δεν έδωσε σαφή απάντηση. Και αντί να αναλάβει, ή έστω να αναλογιστεί, την ευθύνη του ως επικεφαλής για το έλλειμμα του υπουργείου στο συγκεκριμένο πεδίο και για το πως «χάθηκε» μία τόσο σημαντική δωρεά, επέλεξε να «βλέπει» εχθρούς στον Τύπο που θέλουν να πλήξουν το πρόγραμμα των δωρεών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος προς το υπουργείο και τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει οικοδομηθεί…