Οι βιολογικοί παράγοντες ως κοινή θεραπευτική συνισταμένη στη Ρευματολογία, τη Γαστρεντερολογία και τη Δερματολογία ήταν το θέμα κλειστής επιστημονικής συνάντησης που συντόνισαν από κοινού το Σάββατο 6 Απριλίου ο Πέτρος Σφηκάκης, Καθηγητής Παθολογίας-Ρευματολογίας στην Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Διευθυντής της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής, «Λαϊκό» Νοσοκομείο Αθηνών και Πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και ο Γεράσιμος Μάντζαρης, Γαστρεντερολόγος, Συντονιστής Διευθυντής Γαστρεντερολογίας στο Νοσοκομείο Αθηνών «Ευαγγελισμός».

Αναλύοντας τους θεραπευτικούς στόχους στη σύγχρονη Ρευματολογία ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ρευματολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κρήτης, Πρόδρομος Σιδηρόπουλος, εξήγησε ότι «σήμερα, βάσει και των διαθέσιμων φαρμακευτικών αγωγών, θεωρείται και θα πρέπει να επιδιώκεται ως επιτεύξιμος ο στόχος της μηδενικής ενεργότητας της νόσου και ο ασθενής αυτό να το βιώνει ουσιαστικά, δηλαδή να αισθάνεται και να είναι καλά». Πρόσθεσε δε ότι αναρίθμητες κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι, η επίτευξη αυτού του στόχου είναι δύο με τρεις φορές πιθανότερη αν από την αρχή ο θεράπων ιατρός εφαρμόσει στοχευμένη θεραπεία, δηλαδή να εισάγει εγκαίρως βιολογικό παράγοντα στο θεραπευτικό σχήμα.

Όμως, μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης (Early Arthritis Herakleion Study) την περίοδο 2007-2014 σε δείγμα 580 ασθενών με ρευματικό νόσημα, έδειξε ότι μόλις το 14% είχε πάρει βιολογικό παράγοντα ώστε να επιτύχει ύφεση της ασθένειας, δηλαδή χαμηλή δραστηριότητα της νόσου ώστε να μην παρεμβαίνει στην καθημερινότητά του και την ποιότητα ζωής του πάσχοντα. Σύμφωνα με τον κ. Σιδηρόπουλο, ο φόβος των παρενεργειών πολλές φορές λειτουργεί ανασταλτικά για γιατρούς και ασθενείς ώστε να προχωρήσουν σε πιο στοχευμένη θεραπεία, όπως οι βιολογικοί παράγοντες. «Και φυσικά αυτό δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Μελέτες στη Βόρεια Αμερική έχουν δείξει ότι το 64,3% των ασθενών δεν παίρνουν βιολογικό παράγοντα ενώ θα μπορούσαν. Όμως την ίδια στιγμή τα κλινικά δεδομένα, παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας, δείχνουν ότι οι πλειοψηφία των ασθενών που κάνει στοχευμένη θεραπεία πετυχαίνει έλεγχο της νόσου και καλύτερη συνολικά κλινική εικόνα».

Κλείνοντας την παρέμβασή του ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ρευματολογίας στην Ιατρική Σχολή Κρήτης τόνισε την ανάγκη αλλαγής των παρωχημένων νοοτροπιών που συντηρούν την υπερθεραπεία και εμποδίζουν την αποδοχή νέων και αποτελεσματικών θεραπειών των ρευματικών παθήσεων.

Ο Tim Raine, Γαστρεντερολόγος και Επικεφαλής του Τμήματος Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νοσημάτων του Εντέρου στο Νοσοκομείο Addenbrooke του Κέιμπριτζ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταφέροντας την εμπειρία από τη χώρα του, επιβεβαίωσε ότι η έγκαιρη στοχευμένη θεραπεία συντελεί σε συνολικά καλύτερη πρόγνωση της νόσου Crohn μακροπρόθεσμα, μειώνει την πιθανότητα χειρουργική αντιμετώπισης του ασθενή και συντελεί σε επούλωση των εντερικών αλλοιώσεων σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn.

Η Ελισάβετ Λαζαρίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και Διευθύντρια της Β’ Δερματολογικής Κλινικής του πανεπιστημίου, ανέφερε ότι από την εφαρμογή των βιολογικών παραγόντων στην αντιμετώπιση της ψωρίασης έχει διαπιστωθεί ότι η στοχευμένη θεραπεία συντελεί στην επίτευξη καθαρού δέρματος και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. «Βάσει των νέων κατευθυντήριων οδηγιών που ισχύουν σε πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γαλλία και η Γερμανία, το καθαρό δέρμα θα πρέπει να αποτελεί τον απόλυτο θεραπευτικό στόχο των δερματολόγων που έχουν ασθενείς με ψωρίαση. Αλλά δυστυχώς οι ασθενείς με ψωρίαση υποθεραπεύονται, όχι μόνο επειδή οι ίδιοι διστάζουν πολλές φορές να απευθυνθούν σε γιατρό εγκαίρως γιατί ντρέπονται για την κατάστασή τους αλλά και γιατί οι γιατροί πολλές φορές είναι διστακτικοί στο να εφαρμόσουν πιο στοχευμένη θεραπεία. Όμως αυτό πρέπει να αλλάξει καθώς έχουμε στην θεραπευτική μας φαρέτρα όλες τις κατάλληλες θεραπείες ώστε η ψωρίαση να μην αποτελεί εμπόδιο για τη ζωή των ασθενών», εξήγησε.

Τέλος, ο Γεώργιος Κοντοχριστόπουλος, Δερματολόγος, Διευθυντής Δερματολογικής Κλινικής ΕΣΥ στο Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός» της Αθήνας αναφέροντας την δική του εμπειρία από την εξειδίκευσή του σε ασθενείς με διαπυητική ιδρωταδενίτιδα (χρόνια νόσος του δέρματος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις βλάβες στις πτυχές του δέρματος, ευρύτερα γνωστή και ως «ανάστροφη ακμή») υπενθύμισε ότι «ο παράγοντας “ασθενής” πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχή μας. Να μην ξεχνάμε να τον έχουμε σύμμαχό μας στην προσπάθεια μας για εύστοχη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου». Είπε ακόμα ότι θα πρέπει οι γιατροί να μην αρκούνται στην σταθεροποίηση της ασθένειας αλλά πάντα να επιδιώκουν το καλύτερο δυνατό θεραπευτικό αποτέλεσμα και να σκέφτονται την επιλογή του βιολογικού παράγοντα ως τρόπο ανακούφισης των ασθενών με διαπυητική ιδρωταδενίτιδα. «Πολλές φορές φταίει η ίδια η νόσος, άλλες πάλι ο ασθενής που δεν συμμορφώνεται στη θεραπεία, αλλά και ο ίδιος ο γιατρός που δεν εισάγει εγκαίρως μια στοχευμένη θεραπεία. Είμαστε όμως εδώ για να τα αλλάξουμε όλα αυτά και να εγγυηθούμε ότι όλοι οι ασθενείς θα έχουν την βέλτιστη φροντίδα ώστε να απολαμβάνουν μια ποιοτική διαβίωση, όπως όλοι μας», κατέληξε.