*Γράφει ο Βασίλης Δαλιάνης
Κατά την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού, αρκετοί επιστήμονες από ολόκληρο τον κόσμο εμφανίζονταν είτε επιφυλακτικοί, είτε ακόμα απαισιόδοξοι, υπογραμμίζοντας ότι η παραγωγή και η διάθεση ενός νέου εμβολίου είναι μια διαδικασία που απαιτεί πολλά χρόνια.
Περίπου δέκα μήνες μετά την καταγραφή του πρώτου επιβεβαιωμένου κρούσματος της Covid-19 στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γαλλία, τουλάχιστον δύο – και ενδεχομένως τρία εμβόλια – θα έχουν εγκριθεί μέχρι το τέλος του έτους, με το ένα εξ αυτών στην ΕΕ, ενώ οι πρώτοι εμβολιασμοί έχουν ήδη ξεκινήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τους επόμενους μήνες υπολογίζεται ότι εκατομμύρια ανθρώπων θα έχουν λάβει τουλάχιστον την πρώτη δόση του εμβολίου της BioNTech-Pfizer, της Moderna ή της AstraZeneca.
Λόγω της επείγουσας ανάγκης για την παρασκευή ενός εμβολίου, κυβερνήσεις από ολόκληρο τον κόσμο, φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως αυτό του ιδρυτή της Microsoft Μπιλ Γκέιτς και ιδιώτες όπως ο Τζακ Μα, ο Κινέζος μεγιστάνας και πρόεδρος της Alibaba Group, έδωσαν δισεκατομμύρια ευρώ, μετατρέποντας τον αγώνα δρόμου για το εμβόλιο από μαραθώνιο σε… κατοστάρι.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει εντατικές διαπραγματεύσεις προκειμένου να εξασφαλίσει μια διαφοροποιημένη γκάμα εμβολίων σε δίκαιες τιμές. Προς το παρόν έχουν συναφθεί συμφωνίες με τις εταιρείες AstraZeneca (400 εκατομμύρια δόσεις), Sanofi-GSK (300 εκατομμύρια δόσεις), Johnson and Johnson (δόσεις αρκετές για 400 εκατομμύρια άτομα), BioNTech-Pfizer (300 εκατομμύρια δόσεις), CureVac (405 εκατομμύρια δόσεις) και Moderna (160 εκατομμύρια δόσεις). Σε παγκόσμια κλίμακα κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί έχουν ήδη καταλήξει σε συμφωνίες με τουλάχιστον δέκα εταιρείες για την παραλαβή περίπου 10 δισ. δόσεων.
Παρόλο που οι συγκεκριμένες φαρμακευτικές έρχονται να καλύψουν μια δημόσια ανάγκη και οι περισσότερες εξ αυτών έχουν λάβει πρωτοφανή ποσά από κυβερνήσεις, παραμένουν ιδιωτικές εταιρείες με μετόχους και διοικητικά συμβούλια, για τις οποίες το κέρδος εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο. Ωστόσο ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν αυτές οι φαρμακευτικές θα καταφέρουν να κερδίσουν πραγματικά από το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού ή αν αυτό αποτελεί ένα μέσο για άλλα, μακροπρόθεσμα οφέλη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Συμμαχίας για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση (GAVI Alliance) κυβερνήσεις από ολόκληρο τον κόσμο αλλά και υπερεθνικοί οργασμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν παράσχει περίπου 7,8 δισ. ευρώ για την έρευνα, την παρασκευή και τη διάθεση εμβολίων, ενώ ιδιώτες, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και φιλανθρωπικά ιδρύματα, έχουν διαθέσει περισσότερα από 1,6 δισ. ευρώ.
Ορισμένες φαρμακευτικές εταιρείες όπως η Johnson & Johnson, η Pfizer και η AstraZeneca έλαβαν περαιτέρω χρηματοδότηση από την αμερικανική Αρχή Προηγμένης Έρευνας και Ανάπτυξης στη Βιοϊατρική (BARDA), ενώ η γερμανική εταιρεία BioNTech που συνεργάζεται με την Pfizer έλαβε 50 εκατ. ευρώ από την ΕΕ, μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζες Επενδύσεων. Μπορεί τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την έρευνα και την παραγωγή εμβολίων να ήταν πρωτοφανή, ωστόσο οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν βιάστηκαν να επενδύσουν σε αυτήν την κούρσα.
Η παραγωγή εμβολίων, ιδίως κατά την περίοδο μιας πανδημίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του εμβολίου κατά του ιού «Ζίκα» το 2016, δεν έχει αποδειχθεί επικερδής στο παρελθόν.
Η διαδικασία απαιτεί συνήθως πολύ χρόνο και τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου βέβαια. Κατά κανόνα τα φτωχότερα κράτη χρειάζονται μεγαλύτερες προμήθειες εμβολίων αλλά αδυνατούν να καταβάλουν το κόστος.
Παράλληλα ο εμβολιασμός γίνεται άπαξ ή δύο φορές, ενώ τα φάρμακα που έχουν μεγάλη ζήτηση από τις πλουσιότερες χώρες και ιδίως όσα απαιτούν καθημερινές δόσεις αποφέρουν πολύ περισσότερα κέρδη. Πριν από την πανδημία της Covid-19, η παγκόσμια αγορά εμβολίων άγγιζε περίπου τα 20 δισ. ευρώ ετησίως. Πρόκειται για ένα μικρό κομμάτι της συνολικής φαρμακευτικής αγοράς που υπολογίζεται ότι αποφέρει κέρδη άνω του 1 τρισ. ευρώ κάθε χρόνο. Τα εμβόλια κατά της γρίπης, τα οποία γίνονται σε ετήσια βάση αποφέρουν άνω των 4 δισ. ετησίως, με την Sanofi, τον μεγαλύτερο παραγωγό, να ελέγχει περίπου το 25% της αγοράς.
Στην περίπτωση του εμβολίου κατά της Covid-19, η ισχυρή πίεση των κυβερνήσεων για να διατηρηθεί το κόστος το δυνατόν χαμηλότερο, ώστε τα εμβόλια να είναι εύκολα προσβάσιμα, ανάγκασε τις παρασκευάστριες εταιρείες να δεσμευτούν να προσφέρουν τις πρώτες δόσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, που κυμαίνονται από μόλις 2,5 ευρώ ανά δόση για την AstraZeneca, 17 ευρώ για τις BioNTech-Pfizer και φθάνουν τα 35 ευρώ ανά δόση για το ακριβότερο εμβόλιο, αυτό της Moderna. Ωστόσο το κύρος μιας φαρμακευτικής εταιρείας που θα καταφέρει να παρασκευάσει ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της Covid-19, θα αποτελέσει ένα τεράστιο όφελος το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να καθοριστεί.
Παρόλο που η παγκόσμια αγορά για το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού είναι μεγαλύτερη από αυτήν του εμβολίου για τη γρίπη, το μικρότερο κόστος αυτού σημαίνει ότι τα ετήσια έσοδα για τις φαρμακευτικές εταιρείες δεν θα ξεπεράσουν τα 8,5 δισ. ευρώ. Συγκριτικά μία μόνο εταιρεία και συγκεκριμένα η Merck κερδίζει πάνω από 5,5 δισ. το χρόνο από ένα μόλις αντικαρκινικό φάρμακο, το «Keytruda». Ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν θα μπορέσουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους βραχυπρόθεσμα, θα μπορούσαν αντ ‘αυτού να το κάνουν στο μεσοδιάστημα κατά το οποία η Covid-19 δεν θα αποτελεί μεν πανδημία, αλλά δεν θα έχει εξαλειφθεί πλήρως.
Όσο καιρό θα διαρκεί η μετα-πανδημική περίοδος, οι εταιρείες θα μπορούν να διαπραγματευθούν υψηλότερες τιμές για τα εμβόλια τους, ούτως ώστε ακόμα και με μικρότερη ζήτηση να υπάρχουν περιθώρια κέρδους.
Τα υποψήφια εμβόλια που έχουν ήδη ανακοινωθεί ως τα πλέον αποτελεσματικά απαιτούν διαφορετικές τεχνολογίες, τόσο στο στάδιο της παραγωγής, όσο και στη διανομή και την αποθήκευσή τους. Το εμβόλιο των BioNTech-Pfizer πρέπει να αποθηκεύεται περίπου στους -75 βαθμούς Κελσίου, ενώ αυτό της Moderna στους -20, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μπορεί να αποθηκευτεί ευκολότερα στα νοσοκομεία.
Παρά ταύτα και τα δύο απαιτούν διαρκή αποθήκευση σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες, κάτι που σε ορισμένες χώρες του κόσμου όπου υπάρχουν ελλείψεις σε απαραίτητες υποδομές κάτι τέτοιο είναι πολυτέλεια.
Το εμβόλιο της AstraZeneca, το οποίο δεν απαιτεί τέτοιες ακραίες θερμοκρασίες μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη επιλογή για αυτές τις φτωχότερες χώρες. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και στην μετα- πανδημική εποχή, η ζήτηση για περισσότερα εμβόλια θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Σύμφωνα με τον αμερικανό καθηγητή οικονομικών Κρίστοφερ Σνάιντερ, ο οποίος επικεντρώθηκε στις χρηματοοικονομικές συνέπειες της ανάπτυξης εμβολίων, τα κεφάλαια που επενδύθηκαν για την ανάπτυξή τους θα επιστραφούν, καθώς «ακόμη και ένα μικρό κομμάτι της αγοράς που είναι δυνητικά τόσο μεγάλο όσο ολόκληρος ο κόσμος, σημαίνει ότι ακόμα και δόσεις των 2,5 ευρώ, μπορούν να αποφέρουν κέρδη στις εταιρείες». Υπάρχει, ωστόσο , ένας άλλος τρόπος με τον οποίο δύο εταιρείες και συγκεκριμένα η BioNTech και η Moderna ενδέχεται να αποκομίσουν κέρδη στο μέλλον και αυτός δεν είναι από τη διάθεση και πώληση του εμβολίου, αλλά από τον τρόπο της παραγωγής του.
Και οι δύο εταιρείες χρησιμοποίησαν την πρωτοποριακή «τεχνολογία» mRNA. Οι επιστήμονες λαμβάνουν γενετικό υλικό που ονομάζεται αγγελιοφόρο RNA (mRNA) και το εγχέουν σε μυϊκά κύτταρα, τα οποία το αντιμετωπίζουν σαν οδηγία για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης που βρίσκεται στην επιφάνεια του ιού.
Οι πρωτεΐνες στη συνέχεια διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα και πιστεύεται ότι οδηγούν σε μακροχρόνια προστασία έναντι του ιού. Η επένδυση στην ανάπτυξη εμβολίων κατά της Covid-19 έχει δώσει μια πρωτοφανή ώθηση στην έρευνα για το mRNA, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά για την παραγωγή φαρμάκων ή εμβολίων για άλλες σοβαρές ασθένειες. Από την αρχή του 2020 η μετοχή της Moderna στο χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500, καταγράφει αύξηση άνω του 260% ενώ αυτή της BioNTech 141%.
«Οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν ενδιαφέρονται τόσο για το εμβόλιο κατά της Covid-19 όσο για τον μηχανισμό που το καθιστά αποτελεσματικό», υποστηρίζει στο BBC η Δρ. Άννα Σάντος Ρούτσμαν καθηγήτρια στο κέντρο νομικών ζητημάτων δημόσια υγείας του πανεπιστημίου του Σεντ Λούις.
Σύμφωνα με την ίδια, ο βασικότερος λόγος για τον οποίο η μετοχές της BioNTech και της Moderna καταγράφουν τέτοια αύξηση, είναι ότι τα εμβόλιά τους παρέχουν μια απόδειξη για την αποτελεσματικότητα της «τεχνολογίας» mRNA.
Πριν από την πανδημία της Covid-19 η γερμανική BioNTech εργαζόταν για την παραγωγή εμβολίου για τον καρκίνο του δέρματος, ενώ η Moderna για ένα εμβόλιο που θα προστατεύει από τον καρκίνο των ωοθηκών. Και οι δύο εταιρείες πειραματίζονταν πάνω στην «τεχνολογία» mRNA, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους τα τεράστια κεφάλαια που προσέφεραν κυβερνήσεις και ιδιώτες για την παραγωγή εμβολίου κατά του κορωνοϊού. Εάν κάποια από αυτές τις έρευνες επιτύχει, τότε τα οφέλη για τις φαρμακευτικές εταιρείες είναι σχεδόν αδύνατον να καθοριστούν.